ὑψαύχην

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψαύχην Medium diacritics: ὑψαύχην Low diacritics: υψαύχην Capitals: ΥΨΑΥΧΗΝ
Transliteration A: hypsaúchēn Transliteration B: hypsauchēn Transliteration C: ypsaychin Beta Code: u(yau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ,
A carrying the neck high, ἵππος Pl.Phdr. 253d, cf. Them.Or.21.248c; θυμός Ph.1.311; v. ὑψηχής.
2 metaph., stately, towering, ἐλάτη E.Ba.1061; θῶκος Epigr.Gr.903 (Sardis, iv A.D.); of a wine-bottle, AP5.134.
3 in moral sense, stately, haughty, ib.250 (Iren.), 9.641 (Agath.), etc.

French (Bailly abrégé)

ενος (ὁ, ἡ)
1 qui porte le cou haut, qui redresse la tête ; fig. hautain, fier;
2 qui se dresse, haut, élevé.
Étymologie: ὕψι, αὐχήν.

German (Pape)

ενος, mit hohem Nacken od. Halse; von einer Flasche Ep.adesp. 77 (V.135); gew. übertragen, stolz, sich brüstend, Ἑσπερίη Agath. 56 (IX.641); auch Apollo heißt so in einem Hymn. (IX.525.21); und bei Eur. Bacch. 1059 ἐλάτη; selten in Prosa, wie Plat. Phaedr. 253d.

Russian (Dvoretsky)

ὑψαύχην: ενος adj.
1 с высокой шеей, т. е. высоко держащий голову (ἵππος Plat.);
2 высокоствольный, стройный (ἐλάτη Eur.);
3 с высокой шейкой (sc.λήκυθος Anth.);
4 горделивый (κραδίη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ κρατῶν ὑψηλὰ τὸν αὐχένα, πορευόμενος μὲ ὑψωμένον αὐχένα, ἵππος Πλάτ. Φαίδων 253D· πρβλ. ὑψηχής. 2) μεταφορ., ἐπὶ δένδρου, ἐπηρμένος, ὑψηλός, ἐλάτην ὑψαύχενα Εὐρ. Βάκχ. 1061· ἐπὶ ἕδρας, θῶκος ὑψαύχην Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 903· ἐπὶ οἰνηρᾶς λαγήνου, μακροτράχηλε ὑψαύχην, στενῷ φθεγγομένη στόματι Ἀνθ. Π. 5. 135. 3) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, γαῦρος, ἀγέρωχος, ὑπερήφανος, αὐτόθι 5. 251., 9. 641.

English (Slater)

ὑψαύχην, v. ῥιψαύχην.

Greek Monolingual

-ενος, ὁ, ἡ, Α
βλ. υψαύχενος.

Greek Monotonic

ὑψαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που κρατά τον αυχένα ψηλά, αγέρωχος, περήφανος, ἵππος, σε Πλάτ.· μεταφ., μεγαλοπρεπής, αρχοντικός, επιβλητικός, πανύψηλος, απέραντος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑψ-αύχην, ενος,
carrying the neck high, ἵππος Plat.:—metaph. stately, towering, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=μέ τό κεφάλι ψηλά, ἀγέρωχος). Ἀπό τό ὕψι + αὐχήν.