κερματίζω
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
English (LSJ)
A cut into pieces, chop up, Pl.R. 525e, Achae.7 (Pass.), etc.; κατὰ σμικρὰ τὰ σώματα κ. Pl.Ti.62a; κ. τι εἰς πολλά Arist.PA 662a13: metaph., κ. τὴν ἀρετήν Pl.Men.79a.
II coin into money, χαλκείην δαίμονα AP11.271.
III changeinto smaller coin, PGnom. 237 (ii A.D.), PRyl.224 (a).5 (Pass., ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1425] zerstückeln, zerreiben, zerlegen; neben θρύπτω, Plat. Crat. 426 e; κατὰ σμικρὰ τὰ σώματα Tim. 62 a; τὸ ἕν Rep. VII, 525 e; Achaeus bei Ath. IX, 368 a; übertr., λόγον B. A. 47; auch = zu kleiner Münze schlagen, ausprägen, χαλκείην δαίμονα Byz. anath. 17 (XI, 271).
French (Bailly abrégé)
f. κερματίσω, att. κερματιῶ;
Pass. ao. ἐκερματίσθην, pf. κεκερμάτισμαι;
découper, déchiqueter.
Étymologie: κέρμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερματίζω [κέρμα] in stukjes snijden; overdr.: κερματίζειν τὴν ἀρετήν de deugd versplinteren Plat. Men. 79a.
Russian (Dvoretsky)
κερμᾰτίζω: (fut. κερματίσω - атт. κερματιῶ)
1 делить на мелкие части, дробить (τὸ ἕν, τὰ σώματα κατὰ σμικρά Plat.; τι εἰς πολλά Arst.; εἰς μόρια Plut.);
2 расчленять (τὴν ἀρετήν Plat.);
3 перечеканивать в мелкую монету (χαλκείην δαίμονα Anth.).
Greek Monolingual
(Α κερματίζω) κέρμα
κόβω σε μικρά κομμάτια, κομματιάζω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω
αρχ.
1. κόβω μέταλλο σε μικρά νομίσματα
2. μτφ. φθείρω, κατατρίβω («κερματίζειν τὴν ἀρετήν», Πλάτ.)
3. πάπ. αλλάζω σε κέρματα
4. συλλέγω κέρματα.
Greek Monotonic
κερματίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. κόβω σε τεμάχια, κατακόπτω, ψιλοκόβω, σε Πλάτ.
II. κόβω σε μικρά νομίσματα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κερματίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κόπτω εἰς μικρὰ τεμάχια, κατακόπτω, Πλάτ. Πολ. 525Ε, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 368Α, κτλ.· τὰ σώματα κερ. κατὰ μικρὰ Πλάτ. Τίμ. 62Α· κ. τι εἰς πολλὰ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 10· μεταφορ., κ. τὴν ἀρετὴν Πλάτ. Μένων 79Α. ΙΙ. κόπτω εἰς μικρὰ νομίσματα, Ἀνθ. Π. 11. 271.
Middle Liddell
I. to cut small, mince, chop up, Plat.
II. to coin into small money, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=κομματιάζω). Ἀπό τό κέρμα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.