γαμψός: Difference between revisions

From LSJ
(big3_9)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -οῖο <i>AP</i> 16.118 (Paul.Sil.)]<br /><b class="num">1</b> [[curvo]]de la cavidad del útero, Hp.<i>Nat.Puer</i>.31, cf. Hp. en Gal.19.90, κέρατα Arist.<i>HA</i> 630<sup>a</sup>31, ῥύγχος Arist.<i>PA</i> 662<sup>b</sup>2, ἄγκιστρον <i>AP</i> 6.192 (Arch.), [[δρέπανον]] <i>AP</i> 6.95 (Antiphil.), cf. 104 (Phil.), ὄνυχες Gal.3.176, ὑπὲρ γαμψοῖο κορύμβου por encima de la curva popa</i>, <i>AP</i> l.c.<br /><b class="num">2</b> [[de curvo pico]] οἰωνοί Ar.<i>Nu</i>.337, cf. Sch.<i>ad loc</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se ha propuesto partir de la forma [[γαμψῶνυξ]] < *γναμψωνυξ. Por disim. en su primer elemento se habría formado [[γαμψός]], c. un suf. -σός del tipo [[βλαισός]], λοξός, etc. Todo ello rel. [[γνάμπτω]] q.u.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -οῖο <i>AP</i> 16.118 (Paul.Sil.)]<br /><b class="num">1</b> [[curvo]]de la cavidad del útero, Hp.<i>Nat.Puer</i>.31, cf. Hp. en Gal.19.90, κέρατα Arist.<i>HA</i> 630<sup>a</sup>31, ῥύγχος Arist.<i>PA</i> 662<sup>b</sup>2, ἄγκιστρον <i>AP</i> 6.192 (Arch.), [[δρέπανον]] <i>AP</i> 6.95 (Antiphil.), cf. 104 (Phil.), ὄνυχες Gal.3.176, ὑπὲρ γαμψοῖο κορύμβου por encima de la curva popa</i>, <i>AP</i> l.c.<br /><b class="num">2</b> [[de curvo pico]] οἰωνοί Ar.<i>Nu</i>.337, cf. Sch.<i>ad loc</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se ha propuesto partir de la forma [[γαμψῶνυξ]] < *γναμψωνυξ. Por disim. en su primer elemento se habría formado [[γαμψός]], c. un suf. -σός del tipo [[βλαισός]], λοξός, etc. Todo ello rel. [[γνάμπτω]] q.u.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γαμψός]], -ή, -όν)<br />[[κυρτός]], [[αγκυλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πτηνά) ο [[γαμψώνυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]». Το απλό [[γαμψός]] προήλθε κατ' [[απόσπαση]] από το αρχαϊκό σύνθετο <i>γαμψώνυξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γναμψωνυξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[λειψός]] <span style="color: red;"><</span> [[λειψόθριξ]] ή [[λείψανδρος]], [[αψύς]] <span style="color: red;"><</span> [[αψίθυμος]], [[κοντός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοντομάχος</i>, <i>κοντοβόλος</i> <b>κ.τ.ό.</b>). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]] συμφυρμού τών [[γνάμπτω]] και [[κάμπτω]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαμψός Medium diacritics: γαμψός Low diacritics: γαμψός Capitals: ΓΑΜΨΟΣ
Transliteration A: gampsós Transliteration B: gampsos Transliteration C: gampsos Beta Code: gamyo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A curved, crooked, of the uterine κόλποι, Hp.Nat Pucr.31; κέρατα Arist.HA630a31; ῥύγχος Id.PA662b2; ὄνυχες ib.662b5 (Comp.); ἅρπαι Lyc.358.    2 of birds of prey, = γαμψῶνυξ, Ar. Nu.337 (anap.).

German (Pape)

[Seite 473] (κάμπτω), gebogen, krumm, κέρατα Arist. H. A. 9, 45; δρέπανον Antiphil. 4 (VI, 85); ἄγκιστρον Archi. 10 (VI, 192). – Ar. Nubb. 336 γαμψοὶ οἰωνοί; s. γαμψῶνυξ.

Greek (Liddell-Scott)

γαμψός: ή όν, (κάμπτω) καμπύλος, κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · ῥύγχος ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = γαμψῶνυξ Ἀριστοφ. Νεφ. 337.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
recourbé.
Étymologie: *γάμπτω = κάμπτω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Morfología: [gen. -οῖο AP 16.118 (Paul.Sil.)]
1 curvode la cavidad del útero, Hp.Nat.Puer.31, cf. Hp. en Gal.19.90, κέρατα Arist.HA 630a31, ῥύγχος Arist.PA 662b2, ἄγκιστρον AP 6.192 (Arch.), δρέπανον AP 6.95 (Antiphil.), cf. 104 (Phil.), ὄνυχες Gal.3.176, ὑπὲρ γαμψοῖο κορύμβου por encima de la curva popa, AP l.c.
2 de curvo pico οἰωνοί Ar.Nu.337, cf. Sch.ad loc.

• Etimología: Se ha propuesto partir de la forma γαμψῶνυξ < *γναμψωνυξ. Por disim. en su primer elemento se habría formado γαμψός, c. un suf. -σός del tipo βλαισός, λοξός, etc. Todo ello rel. γνάμπτω q.u.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γαμψός, -ή, -όν)
κυρτός, αγκυλωτός
αρχ.
(για πτηνά) ο γαμψώνυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ' απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ ή λείψανδρος, αψύς < αψίθυμος, κοντός < κοντομάχος, κοντοβόλος κ.τ.ό.). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η υπόθεση συμφυρμού τών γνάμπτω και κάμπτω.