ψέγω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ψέξω, <i>ao.</i> ἔψεξα, <i>pf. inus. ; pf. Pass.</i> ἔψεγμαι;<br />blâmer : τινά, qqn ; [[τι]], qch ; τινα [[ἐπί]] τινι, blâmer qqn de qch ; τινί [[τι]], reprocher qch à qqn ; ψ. τινά [[τι]], <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=<i>f.</i> ψέξω, <i>ao.</i> ἔψεξα, <i>pf. inus. ; pf. Pass.</i> ἔψεγμαι;<br />blâmer : τινά, qqn ; [[τι]], qch ; τινα [[ἐπί]] τινι, blâmer qqn de qch ; τινί [[τι]], reprocher qch à qqn ; ψ. τινά [[τι]], <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[επικρίνω]], [[μέμφομαι]], [[κατηγορώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[σχηματισμός]] του ρ. [[ψέγω]], εν αντιθέσει με του συνωνύμου του [[μέμφομαι]] και του ουσ. <i>όνειδος</i>, οφείλεται σε ελληνική [[καινοτομία]]. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] του <i>ψήω</i> / <i>ψάω</i> / <i>ψῆν</i>, πιθανότατα μέσω του επιφωνήματος <i>ψό</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψόφος]])].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψέγω Medium diacritics: ψέγω Low diacritics: ψέγω Capitals: ΨΕΓΩ
Transliteration A: pségō Transliteration B: psegō Transliteration C: psego Beta Code: ye/gw

English (LSJ)

(A), S.OT338, etc.: fut.

   A ψέξω Pl.Grg.518d: aor. ἔψεξα Thgn.611, S.Aj.1130, Pl.Lg.634c, etc.:—Pass., pf. ἔψεγμαι Hp. Acut.51:—blame, censure, τινα Thgn. l.c., A.Ag.186(lyr.), 1403; τι S.OC977, etc.; λόγον δοῦναι . . περὶ ὧν ψέγουσι Pl.Tht.177b; διά τι Id.Prt.346c; ἐπί τινι X.HG6.5.49: c. acc. rei, τὸ . . διδάσκειν Id.Eq. 6.5: c. dupl. acc., τίς ποτ' ἐστὶν ὅν γ' ἐγὼ ψέξαιμί τι; S.OC1172; ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Pl.Phdr.243d; ταὐτὰ ψέγων καὶ ἐπαινῶν Id.Grg. 510c, cf. Lg.634c; ψ. τινὰ ὅτι... εἰ... Isoc.Ep.2.15, X.HG6.5.51; τινα c. inf., Pl.R.404d: c. acc. cogn., ψ. ψόγους Id.Grg.483c:—Pass., ἡ ἐπιείκεια οὐ ψέγεται there is no objection to it, we find no fault with it, Th.5.86; ψέγεται ὡς τοιοῦτον ὄν Pl.R.358a; ψεγ[όμενα], of damaged goods, prob. in Supp.Epigr.7.417.18(Dura, iii A. D.).
ψέγω (B), in compd. ἐπιψέγω (q. v.), cf. ψέγος.

German (Pape)

[Seite 1392] (eigtl. verkleinern, vermindern, mit ψάω zusammenhangend, im wirklichen Sprachgebrauch aber immer übertr.), durch bösen Leumund, durch Vorwürfe verkleinern, herabsetzen, dah. tadeln, c. acc., Theogn. 611; Aesch. Ag. 179 Ch. 983; Soph. El. 541 O. C. 981 u. öfter, wie Eur. u. in Prosa: Thuc. 5, 86; οὐ διὰ ταῦτά σε ψέγω Plat. Prot. 346 c; ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Phaedr. 243 c; ψόγους ψέγειν Gorg. 383 b; Ggstz ἐπαινεῖν Rep. III, 400 c; Phaedr. 247 d u. öfter; Xen. und Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

ψέγω: μελλ. ψέξω Πλάτ. Γοργ. 518D· ἀόρ. ἔψεξα Σοφ. Αἴας 1130, Πλάτ. Νόμ. 634C, κτλ. - Παθ., πρκμ. ἔψεγμαι Ἱππ. 392. 35. Ὡς καὶ νῦν, κατακρίνω, μέμφομαι, ἀντίθετον τῷ ἐπαινέω· τινὰ Θέογν. 611, Αἰσχύλ. Ἀγ. 186, 1403· τι Σοφ. Οἰδ. Κολ. 977, κτλ.· - ψ. τινὰ περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πλάτ. Θεαίτ. 177Β· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 634C διά τι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 346C· ἐπί τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 49· - ὡσαύτως, μετὰ διπλῆς αἰτ., τίς ποτ’ ἐστὶν ὃν γ’ ἐγὼ ψέξαιμί τι ; Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1172· ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Πλάτ. Φαῖδρ. 243C, πρβλ. Γοργ. 5?0C, Ξεν. Ἱππ. 6, 5· - ψ. τινὰ ὅτι .., εἰ .., Ἰσοκρ. 409D, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 51· τινά, μετ’ ἀπαρ., 404D· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ψ. ψόγους ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 483Β. - Παθητ., ἡ ἐπιείκια οὐ ψέγεται, δὲν κατακρίνεται, Θουκ. 5. 86· ψέγεται ὡς τοιοῦτον ὂν Πλάτ. Πολ. 538Α.

French (Bailly abrégé)

f. ψέξω, ao. ἔψεξα, pf. inus. ; pf. Pass. ἔψεγμαι;
blâmer : τινά, qqn ; τι, qch ; τινα ἐπί τινι, blâmer qqn de qch ; τινί τι, reprocher qch à qqn ; ψ. τινά τι, m. sign.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επικρίνω, μέμφομαι, κατηγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο σχηματισμός του ρ. ψέγω, εν αντιθέσει με του συνωνύμου του μέμφομαι και του ουσ. όνειδος, οφείλεται σε ελληνική καινοτομία. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα του ψήω / ψάω / ψῆν, πιθανότατα μέσω του επιφωνήματος ψό (πρβλ. ψόφος)].