ἐπίχαρις: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br />plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l’amabilité, la grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]]. | |btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br />plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l’amabilité, la grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίχαρις]], -ι (AM)<br /><b>1.</b> [[χαριτωμένος]], [[ευχάριστος]], [[γεμάτος]] [[χάρη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίχαρι</i><br />α) ευχάριστο [[ήθος]], πολιτισμένη [[συμπεριφορά]]<br />β) [[κομψότητα]] κατασκευής ή συλλογισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάρις]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. ἐπίχαρι,
A pleasing, charming, οὐδ' ἐ. Ἄρης A.Th.910 (lyr.), etc.; ἐ. ἐν ταῖς συνουσίαις X.Cyr.1.4.4 ; χάρις οὐκ ἐ. Pl.Lg.853d; σιμός, ἐ. κληθείς Id.R.474d; θηρίον ἐ., of the hare, X.Cyn.5.33 ; τὸ ἐ. pleasantness of manner, Id.An.2.6.12 ; elegance, of mathematical study, Pl.R.528d: Comp. and Sup. ἐπιχαριτώτερος, -τατος (as if from ἐπιχάριτος which is found later, Alciphr. 2.4, Ptol.Tetr.166, prob. in 164), X.Smp.7.5, Oec.7.37. Adv. ἐπιχάρ-τως Id.Ap.4, Isoc.15.8 ; Boeot. ἐπιχαρίτως dub. l. in Ar.Ach.867.
German (Pape)
[Seite 1002] ι, anmuthig, reizend, gefällig, οὐδ' ἐπίχαρις Ἄρης Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; θηρίον, der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχᾰρις: ὁ, ἡ, οὐδ. ἐπίχαρι, εὐάρεστος, εὐχάριστος, θελκτικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 910 (ἔνθα ὅμως τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ δάκτυλον, οἷον τὸ εὔχαρις), κτλ.· ἐπ. ἐν ταῖς συνουσίαις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· χάρις οὐκ ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 853D· σιμὸς ἐπ. κληθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε· θηρίον ἐπ., ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 33· τὸ ἐπίχαρι, τρόπος εὐάρεστος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 12, Πλάτ. Πολ. 528D· τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. εἶναι ἐπιχαριτώτερος, -τατος (ἐκ θετικοῦ ἐπιχάριτος), συχν. παρὰ Ξεν., πρβλ. Bornem. ἐν Συμπ. 3. 9., 7, 5. Τὸ Ἐπίρρ. εἶναι ὡσαύτως ἐπιχαρίτως, Ξεν. Ἀπολ. 4, Ἰσοκρ. 311Ε· Βοιωτ. ἐπιχαρίττως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 867, πρβλ. ἐπιχαρίζομαι.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιτος;
plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l’amabilité, la grâce.
Étymologie: ἐπιχαίρω.
Greek Monolingual
ἐπίχαρις, -ι (AM)
1. χαριτωμένος, ευχάριστος, γεμάτος χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχαρι
α) ευχάριστο ήθος, πολιτισμένη συμπεριφορά
β) κομψότητα κατασκευής ή συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρις (< χάρις)].