Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκάλυπτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[descubierto]] τοιόνδ' [[ἄγος]] ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.<i>OT</i> 1427, cf. Arist.<i>HA</i> 489<sup>b</sup>5, <i>Apoc.En</i>.9.5, Luc.<i>Am</i>.13, Plu.<i>Cat.Mi</i>.5.<br /><b class="num">2</b> [[desguarnecido]], [[sin hogar]] [[βίος]] Men.<i>Fr</i>.298.6.<br /><b class="num">3</b> adv. -ως [[descubiertamente]], [[abiertamente]] ἄγειν LXX 3<i>Ma</i>.4.6.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[descubierto]] τοιόνδ' [[ἄγος]] ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.<i>OT</i> 1427, cf. Arist.<i>HA</i> 489<sup>b</sup>5, <i>Apoc.En</i>.9.5, Luc.<i>Am</i>.13, Plu.<i>Cat.Mi</i>.5.<br /><b class="num">2</b> [[desguarnecido]], [[sin hogar]] [[βίος]] Men.<i>Fr</i>.298.6.<br /><b class="num">3</b> adv. -ως [[descubiertamente]], [[abiertamente]] ἄγειν LXX 3<i>Ma</i>.4.6.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάλυπτος]], -ον) [[καλυπτός]]<br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει καλυφθεί, [[ασκέπαστος]]<br />«[[πηγάδι]] ακάλυπτο»<br /><b>2.</b> [[γυμνός]]<br />«[[σώμα]] ακάλυπτο», «[[μέλη]] του σώματος ακάλυπτα»<br /><b>3.</b> [[ασκεπής]], [[ξεσκούφωτος]]<br /><b>4.</b> ([[χώρος]]) αδεντροφύτευτος, [[άδεντρος]], [[γυμνός]]<br /><b>5.</b> ([[χώρος]]) που μένει υποχρεωτικά [[ελεύθερος]] [[μεταξύ]] οικοδομών<br /><b>6.</b> ([[οφειλέτης]]) ο [[οποίος]] δεν έχει πληρώσει τα χρέη του<br /><b>7.</b> ([[χαρτονόμισμα]]) [[χωρίς]] το ανάλογο μεταλλικό [[αντίκρυσμα]]<br /><b>8.</b> ([[επιταγή]]) [[χωρίς]] [[αντίκρυσμα]]<br /><b>9.</b> ([[λογαριασμός]]) [[ανοικτός]], που εμφανίζει χρεωστικό [[υπόλοιπο]]<br /><b>10.</b> <i>το ακάλυπτον</i><br />[[τραπεζικός]] όρος που φανερώνει [[υπέρβαση]] πιστώσεως, η οποία έχει ανοιχτεί από την Τράπεζα για κάποιον πελάτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκέπαστος]], [[ασκεπής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άστεγος]]<br />«ἐν ἀκαλύπτῳ βίῳ» (Μένανδρ. 404).
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάλυπτος Medium diacritics: ἀκάλυπτος Low diacritics: ακάλυπτος Capitals: ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: akályptos Transliteration B: akalyptos Transliteration C: akalyptos Beta Code: a)ka/luptos

English (LSJ)

ον,

   A uncovered, unveiled, S.OT1427, Arist.HA489b5, 1Enoch9.5; ἐν ἀκαλύπτῳ . .βίῳ, of one who has no house over his head, Men.404. Adv. -τως LXX 3 Ma.4.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάλυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, ἀσκεπής, Ο. Τ. 1427, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5. 2. 2) ἐν ἀκαλύπτῳ… βίῳ, ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος στέγην ὑφ᾿ ἣν νὰ κατοικήσῃ, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 4. - Ἐπίρρ. -τως, Μακκαβ. Γ΄ δ΄, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voilé, à découvert.
Étymologie: ἀ, καλύπτω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-κᾰ-]
1 descubierto τοιόνδ' ἄγος ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.OT 1427, cf. Arist.HA 489b5, Apoc.En.9.5, Luc.Am.13, Plu.Cat.Mi.5.
2 desguarnecido, sin hogar βίος Men.Fr.298.6.
3 adv. -ως descubiertamente, abiertamente ἄγειν LXX 3Ma.4.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάλυπτος, -ον) καλυπτός
1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος
«πηγάδι ακάλυπτο»
2. γυμνός
«σώμα ακάλυπτο», «μέλη του σώματος ακάλυπτα»
3. ασκεπής, ξεσκούφωτος
4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός
5. (χώρος) που μένει υποχρεωτικά ελεύθερος μεταξύ οικοδομών
6. (οφειλέτης) ο οποίος δεν έχει πληρώσει τα χρέη του
7. (χαρτονόμισμα) χωρίς το ανάλογο μεταλλικό αντίκρυσμα
8. (επιταγή) χωρίς αντίκρυσμα
9. (λογαριασμός) ανοικτός, που εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο
10. το ακάλυπτον
τραπεζικός όρος που φανερώνει υπέρβαση πιστώσεως, η οποία έχει ανοιχτεί από την Τράπεζα για κάποιον πελάτη
αρχ.
1. ασκέπαστος, ασκεπής
2. μτφ. άστεγος
«ἐν ἀκαλύπτῳ βίῳ» (Μένανδρ. 404).