αἰώρημα: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[carga]] ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰ. κουφίζω E.<i>Supp</i>.1047.<br /><b class="num">2</b> [[cuerda]], [[dogal]] φόνιον [[αἰώρημα]] E.<i>Hel</i>.353<br /><b class="num">•</b>[[cadenas]] de oro que sujetaban la tierra, E.<i>Or</i>.983.<br /><b class="num">3</b> [[colgajo]] τόργοισιν [[αἰώρημα]] ... [[δέμας]] cuerpo como colgajo (crucificado, expuesto) a los buitres</i> Lyc.1080.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[carga]] ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰ. κουφίζω E.<i>Supp</i>.1047.<br /><b class="num">2</b> [[cuerda]], [[dogal]] φόνιον [[αἰώρημα]] E.<i>Hel</i>.353<br /><b class="num">•</b>[[cadenas]] de oro que sujetaban la tierra, E.<i>Or</i>.983.<br /><b class="num">3</b> [[colgajo]] τόργοισιν [[αἰώρημα]] ... [[δέμας]] cuerpo como colgajo (crucificado, expuesto) a los buitres</i> Lyc.1080.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[αἰώρημα]]) [[αἰωρῶ]]<br /><b>1.</b> αυτό που αιωρείται στο [[κενό]], που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η [[αιώρα]]<br /><b>2.</b> <b>Χημ.</b>. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη [[φάση]]) που αιωρούνται [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]] ή [[αέριο]] ([[μέσο]] διασποράς)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχόνη]], [[βρόχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αιώρηση]] ως [[γυμναστική]] [[άσκηση]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰώρημα Medium diacritics: αἰώρημα Low diacritics: αιώρημα Capitals: ΑΙΩΡΗΜΑ
Transliteration A: aiṓrēma Transliteration B: aiōrēma Transliteration C: aiorima Beta Code: ai)w/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is hung up or hovers, Lyc.1080.    2 hanging cord, halter, E.Hel.353 (lyr.); hanging slings or chains, Id.Or.984 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰώρημα: -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) σχοινίον κρεμάμενον, ἀγχόνη, Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. κουφίζω, ΙΙ.1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet suspendu;
2 ce qui sert à suspendre (corde, câble, etc.).
Étymologie: αἰωρέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 carga ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰ. κουφίζω E.Supp.1047.
2 cuerda, dogal φόνιον αἰώρημα E.Hel.353
cadenas de oro que sujetaban la tierra, E.Or.983.
3 colgajo τόργοισιν αἰώρημα ... δέμας cuerpo como colgajo (crucificado, expuesto) a los buitres Lyc.1080.

Greek Monolingual

το (Α αἰώρημα) αἰωρῶ
1. αυτό που αιωρείται στο κενό, που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η αιώρα
2. Χημ.. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη φάση) που αιωρούνται μέσα σε ένα υγρό ή αέριο (μέσο διασποράς)
αρχ.
αγχόνη, βρόχος
νεοελλ.
η αιώρηση ως γυμναστική άσκηση.