ἐμβαδόν: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />adv. [[caminando]], [[a pie]] ἐ. ἵξεσθαι <i>Il</i>.15.505, διελθεῖν ἐ. τὸ ὕδωρ Paus.10.20.8, cf. A.D.<i>Adu</i>.198.1. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />adv. [[caminando]], [[a pie]] ἐ. ἵξεσθαι <i>Il</i>.15.505, διελθεῖν ἐ. τὸ ὕδωρ Paus.10.20.8, cf. A.D.<i>Adu</i>.198.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐμβαδόν]] (Α) [[εμβαίνω]]<br /><b>επίρρ.</b> με τα πόδια, περπατώντας («ἦ ἔλπεσθ', ἤν νῆας ἕλῃ... Ἕκτωρ, [[ἐμβαδόν]] ἵξεσθαι ἥ ν [[πατρίδα]] γαῑαν [[ἕκαστος]]» — [[αλήθεια]] πιστεύετε, αν καταλάβει τα πλοία ο Έκτωρ... ότι θα [[πάει]] με τα πόδια [[[μέσα]] απ' τη [[θάλασσα]]] ο [[καθένας]] στην [[πατρίδα]] του;).———————— <b>(II)</b><br />το (AM [[ἐμβαδόν]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[αριθμός]] σε τετραγωνικά [[μέτρα]] ή πήχεις που προκύπτει από τη [[μέτρηση]] της επιφάνειας<br /><b>αρχ.</b><br />ορισμένη [[επιφάνεια]], [[χώρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), Adv.
A by land,= πεζῇ, Il.15.505; wading, Paus.10.20.8.
ἐμ-βᾰδόν (B), τό,
A a surface, area (opp. περίμετρος, Herm.in Phdr.p.108A.), Plb.6.27.2, Phld.Sign.15,al., Hero *Deff.117, POxy.505.6 (ii A.D.), Theo Sm. p.126 H., etc.: hence, in Arith., product of integers (opp. περίμετρος 'sum'), Theol.Ar.10. II as Adj., δάκτυλος ἐμβαδός square inch, Hero *Mens.23.
German (Pape)
[Seite 803] τό, die Grundfläche, Pol. 6, 27, 2; Flächeninhalt, Mathem. einherschreitend; zu Fuß, zu Lande; ἵξεσθαι ἣν πατρίδα Il. 15, 505; Paus. 10, 20, 8; bei Strab. 2, 4, 1 em.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβαδόν: ἐπίρρ., διὰ ξηρᾶς, πεζῇ, «περπατῶντας», ἦ ἔλπεσθ’, ἢν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ, ἐμβαδὸν ἴξεσθαι ἣν πατρίδα γαῖαν ἕκαστος; Ἰλ. Ο. 505· πεζῇ διὰ μέσου ὕδατος, Παυσ. 10. 20, 8.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (τό) :
1 le sol;
2 t. de math. surperficie.
Étymologie: ἐμβαίνω.
2adv.
en marchant ; par terre.
Étymologie: ἐμβαίνω.
English (Autenrieth)
on foot (over the sea), Il. 15.505†.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. caminando, a pie ἐ. ἵξεσθαι Il.15.505, διελθεῖν ἐ. τὸ ὕδωρ Paus.10.20.8, cf. A.D.Adu.198.1.
Greek Monolingual
(I)
ἐμβαδόν (Α) εμβαίνω
επίρρ. με τα πόδια, περπατώντας («ἦ ἔλπεσθ', ἤν νῆας ἕλῃ... Ἕκτωρ, ἐμβαδόν ἵξεσθαι ἥ ν πατρίδα γαῑαν ἕκαστος» — αλήθεια πιστεύετε, αν καταλάβει τα πλοία ο Έκτωρ... ότι θα πάει με τα πόδια [[[μέσα]] απ' τη θάλασσα] ο καθένας στην πατρίδα του;).———————— (II)
το (AM ἐμβαδόν)
νεοελλ.
ο αριθμός σε τετραγωνικά μέτρα ή πήχεις που προκύπτει από τη μέτρηση της επιφάνειας
αρχ.
ορισμένη επιφάνεια, χώρος.