κερδαλέος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(SL_2)
(20)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κερδᾰλέος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[gainful]] κέρδει δὲ τί [[μάλα]] [[τοῦτο]] κερδαλέον τελέθει (P. 2.78)
|sltr=<b>κερδᾰλέος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[gainful]] κέρδει δὲ τί [[μάλα]] [[τοῦτο]] κερδαλέον τελέθει (P. 2.78)
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κερδαλέος]], -α, -ον, θηλ. και [[κερδαλέη]] και κερδαλή) [[κέρδος]]<br />αυτός που αποφέρει [[κέρδος]], [[επωφελής]], [[επικερδής]] («τὰς τ' ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας [[πρός]] τον μάντιν κατεροῡσιν». <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]], [[πονηρός]], [[κατεργάρης]] («[[κερδαλέος]] κ' εἴη καὶ [[ἐπίκλοπος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[κερδαλέη]] και <i>κερδαλῆ</i><br />α) η [[αλεπού]] («τῇ [[λεοντή]] τὴν κερδαλῆν ἐγκρύπτειν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br />β) το [[δέρμα]] της αλεπούς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κερδαλέως</i> (Α)<br />επωφελώς, με [[κέρδος]], με [[ωφέλεια]], ιδιοτελώς («Ἀθηναίους ἑλόμενοι δικαίως μᾱλλον ἢ ὑμᾱς κερδαλέως» — [[επειδή]] προτιμήσαμε [[μάλλον]] τους Αθηναίους σύμφωνα με το [[δίκαιο]] [[παρά]] εσάς σύμφωνα με το [[συμφέρον]] μας, <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδᾰλέος Medium diacritics: κερδαλέος Low diacritics: κερδαλέος Capitals: ΚΕΡΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: kerdaléos Transliteration B: kerdaleos Transliteration C: kerdaleos Beta Code: kerdale/os

English (LSJ)

α, ον, (κέρδος) of persons and their arts,

   A crafty, cunning, κ. κ' εἴη καὶ ἐπίκλοπος Od.13.291; βουλή Il.10.44; μῦθος Od.6.148; νοήματα 8.548; of Ionian women, Aeschin.Socr.20.    b esp. of the fox, Archil.89.5: hence ἡ κ. the wily one, the fox, Ael.NA6.64, etc.; cf. κερδώ 1.    2 of things, profitable, Pi.P.2.78, X.Mem.3.4.11, etc.; κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ Hdt.9.7.ά; τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ar.Av. 594, cf. Isoc.2.18; τὸ κ. A.Eu.1008 (anap.); κ. ἔς τι Th.2.53.    II Adv. -λέως to one's advantage, opp. δικαίως, Id.3.56.

German (Pape)

[Seite 1423] 1) gewinnreich, ersprießlich, nützlich; βουλή Il. 10, 44; Pind. P. 2, 78; Aesch. Eum. 962; τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας Ar. Av. 595; κερδαλεώτερόν ἐστι Her. 9, 7, 1; Plat. Crat. 417 b; ἐργασίαι Isocr. 2, 18. – Adv., Thuc. 3, 56. – 2) sich auf seinen Vortheil verstehend, listig, schlau; καὶ ἐπίκλοπος Od. 13, 291; μῦθος 6, 148; τὴν ἀλώπεκα κερδαλέαν καὶ ποικίλην Plat. Rep. II, 365 c. – S. das Vor.

Greek (Liddell-Scott)

κερδᾰλέος: -α, -ον, (κέρδος), ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν τεχνασμάτων αὐτῶν, δόλιος, πανοῦργος, ποικίλος, εὐφυής, κ. κ’ εἴη καὶ ἐπίκλοπος Ὀδ. Ν. 291· οὕτω, κ. βουλὴ Ἰλ. Κ. 44· μῦθος Ὀδ. Ζ. 148· νοήματα Θ. 548. 2) ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀλώπεκος, Ἀρχίλ. 82 (παρὰ Πλάτ. Πολ. 365C)· ἐντεῦθενκερδαλέη, ὡς τὸ κερδώ, ἡ πανοῦργος, ἡ ἀλώπηξ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 64, κτλ.· ἀλλὰ κερδαλῆ, ὡσαύτως, ἡ δορὰ ἀλώπεκος, τῇ λεοντῇ τὴν κ. ἐγκύπτειν Γρηγ. Ναζ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπικερδής, ὠφέλιμος, κερδαλεώτερόν ἐστι ὁμολογέειν τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 9. 7, 1· τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 594· ― τὸ κ. = κέρδος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1008, Θουκ. 2. 53. II. Ἐπίρρ. -λέως, πρὸς ὠφέλειάν τινος, ἀντίθ. τῷ δικαίως, Θουκ. 3. 56.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 lucratif, avantageux, utile ; τὸ κερδαλέον gain, profit;
2 qui soigne ses intérêts ; rusé, astucieux;
Cp. κερδαλεώτερος.
Étymologie: κέρδος.

English (Autenrieth)

(κέρδος): profitable, advantageous; hence cunning, sly, Od. 6.148, Od. 8.548, Od. 13.291.

English (Slater)

κερδᾰλέος
   1 gainful κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει (P. 2.78)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κερδαλέος, -α, -ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) κέρδος
αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ' ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τον μάντιν κατεροῡσιν». Αριστοφ.)
αρχ.
1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρηςκερδαλέος κ' εἴη καὶ ἐπίκλοπος», Ομ. Οδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή κερδαλέη και κερδαλῆ
α) η αλεπού («τῇ λεοντή τὴν κερδαλῆν ἐγκρύπτειν», Γρηγ. Ναζ.)
β) το δέρμα της αλεπούς.
επίρρ...
κερδαλέως (Α)
επωφελώς, με κέρδος, με ωφέλεια, ιδιοτελώς («Ἀθηναίους ἑλόμενοι δικαίως μᾱλλον ἢ ὑμᾱς κερδαλέως» — επειδή προτιμήσαμε μάλλον τους Αθηναίους σύμφωνα με το δίκαιο παρά εσάς σύμφωνα με το συμφέρον μας, Θουκ.).