κτίσμα: Difference between revisions
(T22) |
(22) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=κτισματος, τό ([[κτίζω]]); [[thing]] founded; created [[thing]]; (Vulg. creatura) (A. V. [[creature]]): [[κτίσμα]] Θεοῦ, transformed by [[divine]] [[power]] to a [[moral]] [[newness]] of [[soul]], [[spoken]] of true Christians as created anew by [[regeneration]] (others [[take]] it [[here]] unrestrictedly), [[ἀπαρχή]], [[metaphorically]], a.; [[also]] [[κτίζω]] [[under]] the [[end]], [[κτίσις]], 2a.); τά ἐν [[ἀρχή]] κτισματα Θεοῦ, of the Israelites, Strabo, [[Dionysius]] [[Halicarnassus]])) | |txtha=κτισματος, τό ([[κτίζω]]); [[thing]] founded; created [[thing]]; (Vulg. creatura) (A. V. [[creature]]): [[κτίσμα]] Θεοῦ, transformed by [[divine]] [[power]] to a [[moral]] [[newness]] of [[soul]], [[spoken]] of true Christians as created anew by [[regeneration]] (others [[take]] it [[here]] unrestrictedly), [[ἀπαρχή]], [[metaphorically]], a.; [[also]] [[κτίζω]] [[under]] the [[end]], [[κτίσις]], 2a.); τά ἐν [[ἀρχή]] κτισματα Θεοῦ, of the Israelites, Strabo, [[Dionysius]] [[Halicarnassus]])) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κτίσμα]]) [[κτίζω]]<br /><b>1.</b> ό,τι έχει κτιστεί, [[οικοδόμημα]] (α. «η [[πόλη]] έχει [[πολλά]] ωραία κτίσματα» β. «[[είναι]] [[κτίσμα]] της αρχαίας εποχής»)<br /><b>2.</b> [[δημιούργημα]], [[πλάσμα]] («εἰς τὸ [[εἶναι]] ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῡ κτισμάτων», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />[[κτίσιμο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ίδρυση]], [[θεμελίωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] κτισμένος ή αποικισμένος, [[αποικία]]<br /><b>2.</b> [[ναός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A colony, foundation, Call.Aet.Oxy.2080.77; Παρίων Str.7.5.5, cf. D.H.1.59; Λακωνικὸν κ. Str.5.3.6; also, of a temple, J.BJ2.6.1: generally, building, PSI1.84.8 (pl., iv/v A.D.). 2 = κτίσις 11, LXX Wi.9.2 (pl.), 3 Ma.5.11, Ep.Jac.1.18. II = κτίσις 1.1, Eust.1382.50.
German (Pape)
[Seite 1520] τό, das Gegründete, Gebau'te, die Gründung, von Städten, Strab. VII. 315 u. A. – Das Geschaffene, die Creatur, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κτίσμα: τό, (κτίζω) τόπος κτισθεὶς ἢ ἀποικισθείς, ἀποικία, Κνιδίων κτίσμα Στράβ. 315, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 59˙ Λακωνικὸν κτ. Στράβ. 233. 2) = κτίσις ΙΙ. 2, Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 18. ΙΙ. = κτίσις Ι. 1, Εὐστ. 1382. 50.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 fondation, établissement;
2 créature.
Étymologie: κτίζω.
English (Strong)
from κτίζω; an original formation (concretely), i.e. product (created thing): creature.
English (Thayer)
κτισματος, τό (κτίζω); thing founded; created thing; (Vulg. creatura) (A. V. creature): κτίσμα Θεοῦ, transformed by divine power to a moral newness of soul, spoken of true Christians as created anew by regeneration (others take it here unrestrictedly), ἀπαρχή, metaphorically, a.; also κτίζω under the end, κτίσις, 2a.); τά ἐν ἀρχή κτισματα Θεοῦ, of the Israelites, Strabo, Dionysius Halicarnassus))
Greek Monolingual
το (AM κτίσμα) κτίζω
1. ό,τι έχει κτιστεί, οικοδόμημα (α. «η πόλη έχει πολλά ωραία κτίσματα» β. «είναι κτίσμα της αρχαίας εποχής»)
2. δημιούργημα, πλάσμα («εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῡ κτισμάτων», ΠΔ)
μσν.
κτίσιμο
μσν.-αρχ.
ίδρυση, θεμελίωση
αρχ.
1. τόπος κτισμένος ή αποικισμένος, αποικία
2. ναός.