λῃστεύω: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐλῄστευσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐλῃστεύθην;<br /><b>1</b> faire métier de brigand <i>ou</i> de pirate;<br /><b>2</b> piller, voler.<br />'''Étymologie:''' [[λῃστής]].
|btext=<i>ao.</i> ἐλῄστευσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐλῃστεύθην;<br /><b>1</b> faire métier de brigand <i>ou</i> de pirate;<br /><b>2</b> piller, voler.<br />'''Étymologie:''' [[λῃστής]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ληστεύω]]) [[ληστής]]<br />[[αφαιρώ]] και [[οικειοποιούμαι]] [[ξένη]] [[περιουσία]] με [[άσκηση]] βίας (α. «λήστεψαν [[πάλι]] το [[χρυσοχοείο]]» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κερδοσκοπώ]] σε [[βάρος]] άλλου, [[αισχροκερδώ]] («μάς λήστεψαν στο [[εστιατόριο]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λῃστεύεται ἡ [[ὁδός]]» — ο [[δρόμος]] κατέχεται ή [[είναι]] [[γεμάτος]] ληστές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] [[πειρατεία]]<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[λαφυραγωγώ]], [[διαρπάζω]] («καὶ [[φρούριον]] καταστησάμενοι ἐλῄστευον τὸν [[ἔπειτα]] χρόνον τὴν Τροιζηνίαν γῆν», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῃστεύω Medium diacritics: λῃστεύω Low diacritics: ληστεύω Capitals: ΛΗΣΤΕΥΩ
Transliteration A: lēisteúō Transliteration B: lēsteuō Transliteration C: listeyo Beta Code: lh|steu/w

English (LSJ)

fut. -εύσω App. Pun.116:—Pass. (v. infr.), aor.

   A ἐλῃστεύθην D.S.2.55:—practise robbery or piracy, Th.7.18, D.4.23; ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ D.C.36.3.    2 c.acc., spoil, plunder, Th.4.45, App.Pun.5, etc.:—Pass., Th. 4.2, 5.14, D.S.l.c.; λῃστεύεται ἡ ὁδός is infested by robbers, Arr.Epict. 4.1.91.

Greek (Liddell-Scott)

λῃστεύω: μέλλ. -εύσω Ἀππ. Καρχηδ. 116. - Παθ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐλῃστεύθην Διόδ. 2. 55, Ἀππ.· (λῃστής). Εἶμαι λῃστὴς ἢ πειρατής, διεξάγω πειρατικὸν πόλεμον, ἐξασκῶ πειρατείαν, Λατ. latrocinari, Δημ. 46. 14· ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ Δίων Κ. 36. 3. 2) μετ’ αἰτ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, ἁρπάζω, Θουκ. 1. 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 4. 2., 5. 14, Διόδ. 2. 55· λῃστεύεται ἡ ὁδός, κατέχεται ὑπὸ λῃστῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 91.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐλῄστευσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλῃστεύθην;
1 faire métier de brigand ou de pirate;
2 piller, voler.
Étymologie: λῃστής.

Greek Monolingual

(AM ληστεύω) ληστής
αφαιρώ και οικειοποιούμαι ξένη περιουσία με άσκηση βίας (α. «λήστεψαν πάλι το χρυσοχοείο» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. κερδοσκοπώ σε βάρος άλλου, αισχροκερδώ («μάς λήστεψαν στο εστιατόριο»)
μσν.-αρχ.
φρ. «λῃστεύεται ἡ ὁδός» — ο δρόμος κατέχεται ή είναι γεμάτος ληστές
αρχ.
1. ασκώ πειρατεία
2. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαρπάζω («καὶ φρούριον καταστησάμενοι ἐλῄστευον τὸν ἔπειτα χρόνον τὴν Τροιζηνίαν γῆν», Θουκ.).