μελίγληνος: Difference between revisions
From LSJ
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελίγληνος''': -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖς ὀφθαλμούς, «[[ἡδυόφθαλμος]]», Ἡσύχ. | |lstext='''μελίγληνος''': -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖς ὀφθαλμούς, «[[ἡδυόφθαλμος]]», Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελίγληνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[γλυκά]] μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] οφθαλμού»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρί</i>-<i>γληνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A soft-eyed, Hsch.
German (Pape)
[Seite 122] süßäugig, Hesych. erkl. ἡδυόφθαλμος.
Greek (Liddell-Scott)
μελίγληνος: -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖς ὀφθαλμούς, «ἡδυόφθαλμος», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. τρί-γληνος].