άλλοτε: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:50, 29 September 2017
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες)
(για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά
αρχ.
1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος
«ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν τον τρόπο και άλλοτε με άλλον
«πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον», άλλοτε προς αυτόν και άλλοτε προς εκείνον
2. φρ. «ἄλλοτε και ἄλλοτε», από καιρό σε καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. <ἄλλος + ὅτε. Ο τ. άλλοτες σχηματίστηκε με σιγματική παρέκταση (πρβλ. ποτέ-ποτές κ.τ.ό), ο δε καταβιβασμός του τόνου στον τ. ἀλλότες ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. πότε, τότε, ότε.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτεσινός, αλλοτινός].