ἀμυσχρός: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ά, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lacon. ἀμου- en Hsch.<br />[[intacto]], [[impoluto]], [[sin mancilla]] S.<i>Fr</i>.1005 (ap. crít.), οὔνομ' Parth.<i>Fr</i>.2, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Igual que [[ἀμυχρός]], ἀμυχνόν, ἀμύσκαρον, ἀμυγνόν, ἀμουχά, ἀμουσχῆναι está formado de ἀ- priv. y μύσκος· μίασμα. Es difícil evitar ver posibles conexiones con [[ἀμύξανος]] y μύκος· μιαρός, q.u. | |dgtxt=-ά, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lacon. ἀμου- en Hsch.<br />[[intacto]], [[impoluto]], [[sin mancilla]] S.<i>Fr</i>.1005 (ap. crít.), οὔνομ' Parth.<i>Fr</i>.2, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Igual que [[ἀμυχρός]], ἀμυχνόν, ἀμύσκαρον, ἀμυγνόν, ἀμουχά, ἀμουσχῆναι está formado de ἀ- priv. y μύσκος· μίασμα. Es difícil evitar ver posibles conexiones con [[ἀμύξανος]] y μύκος· μιαρός, q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμυσχρός]], -ά, -ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και [[ἀμυχνός]], -ή, -όν)<br />[[αμόλυντος]], [[καθαρός]], [[αγνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μύσκος]] «[[μίασμα]], [[κήδος]]» (<b>Ησύχ.</b>), ή [[μύσος]] «[[ακαθαρσία]], [[μόλυνση]], [[μίασμα]]». Πρόκειται για εκφραστικό [[επίθετο]] σε -<i>χρος</i> ([[ἀμυσχρός]]: [[ἀμύσσω]] [[κατά]] το [[βδελυχρός]]: <i>βδελύσσω</i>). Ο υπερωϊκός [[φθόγγος]] σε τέτοιες εκφραστικές λέξεις [[είναι]] [[συχνά]] [[δασύς]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν, (μύσος)
A undefiled, Parth.Fr.2, prob. l. in S.Fr. 1005, cf. Hsch., EM87.26 (ἀμυχρόν Phot.p.97 R.; ἀμυχνόν, ἀμυγνόν, ἀμύσκαρον are also cited by Suid.).
German (Pape)
[Seite 133] (μύσος?), unbefleckt, rein, Parthen. bei Hephaest. p. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυσχρός: -ά, -όν, (μύσος) ἀμίαντος, ἀμόλυντος, Παρθ. παρὰ Ἡφαιστ. 9, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 834 (ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. διστάζει μεταξὺ τῶν ἀμυχνός, ἀμυχρός, ἀμυσκαρός): πρβλ. Λοβ. Παθολ. 227.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
non souillé, pur.
Étymologie: ἀ, μύσος.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): lacon. ἀμου- en Hsch.
intacto, impoluto, sin mancilla S.Fr.1005 (ap. crít.), οὔνομ' Parth.Fr.2, cf. Hsch.
• Etimología: Igual que ἀμυχρός, ἀμυχνόν, ἀμύσκαρον, ἀμυγνόν, ἀμουχά, ἀμουσχῆναι está formado de ἀ- priv. y μύσκος· μίασμα. Es difícil evitar ver posibles conexiones con ἀμύξανος y μύκος· μιαρός, q.u.
Greek Monolingual
ἀμυσχρός, -ά, -ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, -ή, -όν)
αμόλυντος, καθαρός, αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε -χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το βδελυχρός: βδελύσσω). Ο υπερωϊκός φθόγγος σε τέτοιες εκφραστικές λέξεις είναι συχνά δασύς].