ἀπόδημος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(T22) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἀποδημον (from [[ἀπό]] and [[δῆμος]] the [[people]]), [[away]] from [[one]]'s [[people]], [[gone]] [[abroad]]: R. V. sojourning in [[another]] [[country]]). (From [[Pindar]] [[down]].) | |txtha=ἀποδημον (from [[ἀπό]] and [[δῆμος]] the [[people]]), [[away]] from [[one]]'s [[people]], [[gone]] [[abroad]]: R. V. sojourning in [[another]] [[country]]). (From [[Pindar]] [[down]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπόδημος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, ο ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[απόδημος]] [[ελληνισμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δήμος]] «εδαφική [[περιοχή]], [[συνήθως]] για να δηλώσει τον [[τόπο]] καταγωγής κάποιου»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. -δᾱμος, ον,
A away from one's country, abroad, οὐκ ἀ. Ἀπόλλωνος τυχόντος Pi.P.4.5, cf. Plu.2.799f, etc.; ἀ. ἐπέρχεσθαι from abroad, CIG3344 A (Smyrna); ἀ. στρατεία Luc.Am.6: metaph., τῆς ἐμῆς γνώμης Hp.Ep.17:—less Att. than ἔκδημος, Moer.143, cf. Poll.1.177.
German (Pape)
[Seite 301] nicht daheim, in der Fremde, abwesend, verreis't, Pind. P. 4, 5; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἢ ταξειδεύων ἐν ξένῃ χώρᾳ, Πινδ. Π. 4. 8., Πλούτ. 2. 799F, κτλ.· ἀπ. ἐπέρχεσθαι, ἐκ τῆς ξένης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3344Α: - ἧττον Ἀττ. τοῦ ἔκδημος, «ἔκδημος, Ἀττικῶς· ἀπόδημος, Ἑλληνικῶς» Μοῖρ. 143.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyage hors de son pays.
Étymologie: ἀπό, δῆμος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. -δᾱμος Pi.P.4.5
1 de pers. que está en el extranjero οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος Pi.P.4.5, ἄγει δὲ καὶ ἀποδήμους Antipho Soph.B 81a, ἀνδρὸς ἀποδήμου Plu.2.799e, ἀπόδημον νυμφίον ἐκ πελάγους εἶδον ἐπερχόμενον GVI 1948.3 (Esmirna III d.C.), ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ Eu.Marc.13.34
•subst. τοὺς ... ἀποδήμους ... ἀποδοῦναι τὴν τιμήν SIG 279.25 (Zelea IV a.C.), de ahí Ἀπόδημοι, -ων, οἱ Los viajeros tít. de una comedia de Teófilo AB 724
•fig. alejado τῆς ἐμῆς γνώμης alejado de mi pensamiento Hp.Ep.17 (p.366).
2 que va al extranjero ἀ. στρατεία Luc.Am.6.
English (Strong)
from ἀπό and δῆμος; absent from one's own people, i.e. a foreign traveller: taking a far journey.
English (Thayer)
ἀποδημον (from ἀπό and δῆμος the people), away from one's people, gone abroad: R. V. sojourning in another country). (From Pindar down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπόδημος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, ο ξενιτεμένος
2. φρ. «ο απόδημος ελληνισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δήμος «εδαφική περιοχή, συνήθως για να δηλώσει τον τόπο καταγωγής κάποιου»].