ἀποχωρίζω: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
(T22) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(1st aorist [[passive]] ἀπεχωρίσθην); to [[separate]], [[sever]] ([[often]] in [[Plato]]); to [[part]] [[asunder]]: [[passive]] ὁ [[οὐρανός]] ἀπεχωρίσθη, to [[separate]] [[oneself]], [[depart]] from: ἀποχωρισθῆναι αὐτούς ἀπ' [[ἀλλήλων]], Acts 15:39. | |txtha=(1st aorist [[passive]] ἀπεχωρίσθην); to [[separate]], [[sever]] ([[often]] in [[Plato]]); to [[part]] [[asunder]]: [[passive]] ὁ [[οὐρανός]] ἀπεχωρίσθη, to [[separate]] [[oneself]], [[depart]] from: ἀποχωρισθῆναι αὐτούς ἀπ' [[ἀλλήλων]], Acts 15:39. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἀποχωρίζω]])<br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] [[κάτι]] από [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) χωρίζομαι από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[διάκριση]], [[ξεχωρίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιφρονώ]]<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
A separate from, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Pl.Sph.226d:—Pass., to be separated from, πυρός Id.Ti.59d; ἐξ ἰνῶν αἷμα ἀ. ib.84a. 2 separate, set apart, detach, Lys.16.16; ἀ. ὡς ἓν εἶδος separate and put into one class, Pl. Plt.262e; ἀπὸ βασιλικῆς τε καὶ πολιτικῆς πράξεως ib.289d. 3 Pass., to be vomited, Herod. Med. in Rh.Mus.58.99.
German (Pape)
[Seite 337] absondern, trennen, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Plat. Soph. 226 d; αἷμα ἐξ ἰνῶν ἀποχωριζόμενον Tim. 84 a; τὰς τάξεις Lys. 16, 16, abtreten lassen, wegschicken.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: -χωρίζω ἢ ἀποχωρίζω τὶ ἀπό τινος, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Πλάτ. Σοφ. 226D, πρβλ. Πολιτικ. 289C: - Παθ. ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, πυρὸς ὁ αὐτ. Τίμ. 59D· ἐξ ἰνῶν αἷμα ἀπ. αὐτόθι 84Α. 2) ἀποχωρίζω, τίθημί τι χωρίς, κατ’ ἰδίαν, ἀπομακρύνω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, ἀποχωρίσαι τάξεις Λυσ. 147.17· ἀπ. ὡς ἕν εἶδος, χωρίζω καὶ κατατάσσω εἰς μίαν τάξιν, Πλάτ. Πολιτ. 262D.
French (Bailly abrégé)
séparer.
Étymologie: ἀπό, χωρίζω.
Spanish (DGE)
1 en v. med.-pas. separarse c. gen. del agua πυρὸς ἀποχωρισθέν Pl.Ti.59d, ἀποχωριζομένη δέρματος ἑκάστη θρίξ Pl.Ti.76c, πολιτικῆς ἐπιστήμης ἀποκεχωρίσθαι Pl.Plt.303e, ἐν τῷ ἀποκεχωρισμένῳ τοῦ οἴκου LXX Ez.43.21, μὴ ἀποχωρισθῶμεν ἀλλήλων PAnt.93.9 (IV d.C.)
•c. giros prep. ἐξ ἰνῶν αἷμα ... ἀποχωριζόμενον Pl.Ti.84a, ἀπεχωρίσθησαν ἀπὸ βασιλικῆς ... πράξεως Pl.Plt.289d, cf. D.C.71.4.2
•divorciarse ἀποχωρισθῆναι ἀπ' ἀλλήλων PMasp.153.13 (VI d.C.), ἀπ' αὐτοῦ PLond.1731.11 (VI d.C.)
•abs. ἀποχωρισθέντων τῶν ἔμπροσθεν alejados los anteriores (pretendientes) Pl.Plt.291a
•retraerse, retirarse ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον el cielo se retrajo como un libro enrollado, Apoc.6.14.
2 en v. act. separar τὸ μὲν χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Pl.Sph.226d, cf. 256b, ψηφισαμένων τῶν ἀρχόντων ἂποχωρίσαι τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι habiendo decidido los generales separar algunos batallones para que ayudaran Lys.16.16, ἀπὸ πάντων ὡς ἓν εἶδος ἀποχωρίζων separando (un número) de todos los otros como si constituyera una sola especie Pl.Plt.262e, ἀποχωρίσαι πλοίῳ apartar (¿el dinero?) para la nave, PCair.Zen.753.37 (III a.C.).
English (Strong)
from ἀπό and χωρίζω; to rend apart; reflexively, to separate: depart (asunder).
English (Thayer)
(1st aorist passive ἀπεχωρίσθην); to separate, sever (often in Plato); to part asunder: passive ὁ οὐρανός ἀπεχωρίσθη, to separate oneself, depart from: ἀποχωρισθῆναι αὐτούς ἀπ' ἀλλήλων, Acts 15:39.
Greek Monolingual
(AM ἀποχωρίζω)
1. χωρίζω κάτι από άλλο
2. (-ομαι) χωρίζομαι από κάποιον ή κάτι
μσν.- νεοελλ.
κάνω διάκριση, ξεχωρίζω
μσν.
1. περιφρονώ
2. εγκαταλείπω.