ἀπόρρησις: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(big3_6)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[prohibición]] μακροτέρως τῆς ἀπορρήσεως Pl.<i>Sph</i>.258c, ἀπορρήσεως προσενεχθείσης <i>IGLS</i> 4028.28 (Betoceca II a.C.), cf. Plu.2.278f, D.C.56.25.7<br /><b class="num">•</b>[[interdicto]] de un tribunal παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31, [[δίκη]] τῆς ἀπορρήσεως Is.2.29.<br /><b class="num">2</b> [[negativa]], [[renuncia]] Pl.<i>R</i>.357a, cf. <i>PCair.Zen</i>.367.31 (III a.C.), <i>PRyl</i>.228.13 (I d.C.), ἀπόρρησιν τοῦ γάμου καὶ φιλίας D.S.31.28, cf. Plb.14.2.14<br /><b class="num">•</b>en juegos o competiciones κἂν ... ποιήσωνται τὴν ἀπόρρησιν Aristid.<i>Or</i>.5.45, ἀ. τῆς μαρτυρίας negativa a prestar testimonio</i> Plu.<i>Mar</i>.5<br /><b class="num">•</b>[[dimisión]] ἀπόρρηοιν διδ[όναι] ἐπὶ τὸν ἐνι[αυτ] όν <i>SB</i> 7835.17 (I a.C.), ἀξιῶ δεξάμενος τὴν ἀπόρρησιν <i>PMich</i>.575.8 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[desheredamiento]] Sud.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[prohibición]] μακροτέρως τῆς ἀπορρήσεως Pl.<i>Sph</i>.258c, ἀπορρήσεως προσενεχθείσης <i>IGLS</i> 4028.28 (Betoceca II a.C.), cf. Plu.2.278f, D.C.56.25.7<br /><b class="num">•</b>[[interdicto]] de un tribunal παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31, [[δίκη]] τῆς ἀπορρήσεως Is.2.29.<br /><b class="num">2</b> [[negativa]], [[renuncia]] Pl.<i>R</i>.357a, cf. <i>PCair.Zen</i>.367.31 (III a.C.), <i>PRyl</i>.228.13 (I d.C.), ἀπόρρησιν τοῦ γάμου καὶ φιλίας D.S.31.28, cf. Plb.14.2.14<br /><b class="num">•</b>en juegos o competiciones κἂν ... ποιήσωνται τὴν ἀπόρρησιν Aristid.<i>Or</i>.5.45, ἀ. τῆς μαρτυρίας negativa a prestar testimonio</i> Plu.<i>Mar</i>.5<br /><b class="num">•</b>[[dimisión]] ἀπόρρηοιν διδ[όναι] ἐπὶ τὸν ἐνι[αυτ] όν <i>SB</i> 7835.17 (I a.C.), ἀξιῶ δεξάμενος τὴν ἀπόρρησιν <i>PMich</i>.575.8 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[desheredamiento]] Sud.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπόρρησις]], η (Α) [[ρήσις]]<br /><b>1.</b> [[απαγόρευση]]<br /><b>2.</b> [[άρνηση]], [[αποποίηση]], [[εγκατάλειψη]] ζητήματος<br /><b>3.</b> [[λύση]] ανακωχής<br /><b>4.</b> [[αποκήρυξη]], [[αποκλήρωση]]<br /><b>5.</b> [[υποχώρηση]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρρησις Medium diacritics: ἀπόρρησις Low diacritics: απόρρησις Capitals: ΑΠΟΡΡΗΣΙΣ
Transliteration A: apórrēsis Transliteration B: aporrēsis Transliteration C: aporrisis Beta Code: a)po/rrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀπερῶ)

   A forbidding, prohibition, Pl.Sph.258c; interdictionof judgement, παρὰ τὴν ἀ. D.33.31; δίκη τῆς ἀ. Is.2.29.    II (ἀπείρηκα) givingup, Pl.R.357a; ἀ. μαρτυρίας refusalto give testimony, Plu.Mar.5; renunciation of a truce, Plb.14.2.14.    III disowning of a son, = ἀποκήρυξις, Suid.    IV giving in, flagging, -σιν ποιήσασθαι Aristid.1.374J.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρησις: -εως, ἡ, (ἀπερῶ), ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Σοφ. 258A· παρὰ τὴν ἀπ. Δημ. 902. 25. ΙΙ. ἡ ἐγκατάλειψις ζητήματος, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 357A, πρβλ. Φαίδωνα 99D. ΙΙΙ. ἀποκήρυξις υἱοῦ, ἀποκλήρωσις, Ἰσαῖος περὶ Μενεκλ. κλήρ. 36: -ἀποκήρυξις, διάλυσις ἀνακωχῆς, Πολύβ. 14. 2, 14. IV. ὑποχώρησις, κατάπτωσις, ἀποτυχία, Ἀριστείδ. 1. 374.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 interdiction, défense;
2 récusation.
Étymologie: ἀπορρηθῆναι, v. ἀπερῶ, ἀπεῖπον.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 prohibición μακροτέρως τῆς ἀπορρήσεως Pl.Sph.258c, ἀπορρήσεως προσενεχθείσης IGLS 4028.28 (Betoceca II a.C.), cf. Plu.2.278f, D.C.56.25.7
interdicto de un tribunal παρὰ τὴν ἀπόρρησιν D.33.31, δίκη τῆς ἀπορρήσεως Is.2.29.
2 negativa, renuncia Pl.R.357a, cf. PCair.Zen.367.31 (III a.C.), PRyl.228.13 (I d.C.), ἀπόρρησιν τοῦ γάμου καὶ φιλίας D.S.31.28, cf. Plb.14.2.14
en juegos o competiciones κἂν ... ποιήσωνται τὴν ἀπόρρησιν Aristid.Or.5.45, ἀ. τῆς μαρτυρίας negativa a prestar testimonio Plu.Mar.5
dimisión ἀπόρρηοιν διδ[όναι] ἐπὶ τὸν ἐνι[αυτ] όν SB 7835.17 (I a.C.), ἀξιῶ δεξάμενος τὴν ἀπόρρησιν PMich.575.8 (II d.C.).
3 desheredamiento Sud.

Greek Monolingual

ἀπόρρησις, η (Α) ρήσις
1. απαγόρευση
2. άρνηση, αποποίηση, εγκατάλειψη ζητήματος
3. λύση ανακωχής
4. αποκήρυξη, αποκλήρωση
5. υποχώρηση.