γονατίζω: Difference between revisions
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γονᾰτίζω) <b class="num">1</b> [[golpear con la rodilla]] Cratin.432, Phryn.<i>PS</i> 56.<br /><b class="num">2</b> [[doblar la rodilla]] Aq.<i>Ge</i>.24.11, 41.43<br /><b class="num">•</b>ref. a un hipotético nombre de movimiento reflejo σφυγμὸς γονατίζων Gal.8.665. | |dgtxt=(γονᾰτίζω) <b class="num">1</b> [[golpear con la rodilla]] Cratin.432, Phryn.<i>PS</i> 56.<br /><b class="num">2</b> [[doblar la rodilla]] Aq.<i>Ge</i>.24.11, 41.43<br /><b class="num">•</b>ref. a un hipotético nombre de movimiento reflejo σφυγμὸς γονατίζων Gal.8.665. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[γονατίζω]]) [[γόνυ]]<br /><b>1.</b> [[γονυπετώ]], [[πέφτω]] στα γόνατα, [[στηρίζω]] το [[βάρος]] του σώματος μου στα γόνατα σε [[ένδειξη]] σεβασμού, ικεσίας, υποταγής<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]] ή [[κάνω]] κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν [[υἱόν]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στα γόνατα από [[πίεση]] ή πόνο («κι από το [[σφίγμα]] τών ποδιώ τ' άλογα γονατίσα»)<br /><b>2.</b> [[εξασθενώ]] ή συντρίβομαι από βάσανα, κακουχίες κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[τιμωρώ]] κάποιον αναγκάζοντάς τον να γονατίσει [[πάνω]] σε χαλίκια<br /><b>αρχ.</b><br />[[χτυπώ]] ή [[σπρώχνω]] κάποιον με το [[γόνατο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
A thrust with the knee, Cratin.399. II bend the knee, Aq.Ge.24.11,41.43. III σφυγμὸς γονατίζων, term coined by Archig. ap. Gal.8.665.
German (Pape)
[Seite 501] 1) nach B. A. 31 τῷ γόνατι πλήττειν. – 2) knieen lassen, LXX., u. knieen, Cratin. bei Poll. 2, 188.
Greek (Liddell-Scott)
γονᾰτίζω: ἀόρ. ἐγονάτῐσα, κτυπῶ ἢ ὠθῶ διὰ τοῦ γόνατος, Α. Β. 31, πιθ. ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 101. ΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ γονατίσῃ, Ἀκύλ. Π. Δ. (Γεν. κδ΄ , 11). ΙΙΙ. ἀμτβ., γονυπετῶ, πίπτω εἰς τὰ γόνατα, γονατίζω, Ὠριγ. 2, 1.36α.
Spanish (DGE)
(γονᾰτίζω) 1 golpear con la rodilla Cratin.432, Phryn.PS 56.
2 doblar la rodilla Aq.Ge.24.11, 41.43
•ref. a un hipotético nombre de movimiento reflejo σφυγμὸς γονατίζων Gal.8.665.
Greek Monolingual
(AM γονατίζω) γόνυ
1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα, στηρίζω το βάρος του σώματος μου στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, υποταγής
2. αναγκάζω ή κάνω κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του»)
νεοελλ.
1. πέφτω στα γόνατα από πίεση ή πόνο («κι από το σφίγμα τών ποδιώ τ' άλογα γονατίσα»)
2. εξασθενώ ή συντρίβομαι από βάσανα, κακουχίες κ.λπ.
3. τιμωρώ κάποιον αναγκάζοντάς τον να γονατίσει πάνω σε χαλίκια
αρχ.
χτυπώ ή σπρώχνω κάποιον με το γόνατο.