ελέφαντας: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(11)
(No difference)

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐλέφας)
μεγάλο φυτοφάγο θηλαστικό με προβοσκίδα και επιμήκεις άνω κυνόδοντες
νεοελλ.
1. ογκώδης και πολύ βαρύς
2. φρ. «θαλάσσιος ελέφας» — η φώκια με προβοσκίδα
αρχ.-μσν.
ελεφαντόδοντο
αρχ.
1. η ελεφαντίαση
2. πολύτιμο πετράδι
3. σκεύος, («ῥυτὸν τρεῑς χόας χωροῡν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη άγνωστης προελεύσεως που προωτοεμφανίστηκε πιθ. στην περιοχή της Μικράς Ασίας κατά τη 2η χιλιετία, όταν άκμαζε το εμπόριο του ελεφαντόδοντου. Το τρίγλωσσο κείμενο του Ras Shamra παραδίδει και χεττ. τ. lahpas «δόντι (ελέφαντα), ελεφαντόδοντο», που είναι επίσης δάνεια λέξη. Λόγω της πρώτης συλλαβής ο ελλ. τ. μπορεί να συνδεθεί με το χαμιτ. elu «ελέφαντας», ενώ ο εν γένει σχηματισμός του ακολουθεί το πρότυπο του τ. αδάμας. Η λ. ελέφας εισήχθη στη Λατ. με τις μορφές elephas και elephantus, που διαφέρουν από τον λατ. τ. ebur, «ελεφαντόδοντο» ο οποίος συνδέεται με αιγυπτ. ābu, κοπτ. εβ(ο)κ, αρχ. ινδ. ibha-. Τέλος, οι νεώτεροι ευρωπαϊκοί τύποι που δηλώνουν αυτό το ζώο ανάγονται στο λατ. elephas (πρβλ. γαλλ. elephant, αγγλ. elephant, γερμ. Elefant). Ο τ. ελέφας με τη μορφή ελεφαντο- χρησιμοποιείται ως α' συνθετικό τόσο με σημασία «ελέφαντας» (πρβλ. ελεφαντοθήρας) όσο και με σημασία «ελεφαντόδοντο» (πρβλ. ελεφαντουργός)].