ἐπιμερίζω: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
(6_1) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμερίζω''': [[διανέμω]], διαμοιράζω, τινί τι, [[τετρακισχίλιοι]], οὓς ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν Διον. Ἁλ. 2. 50· τὰ ἐπιμεριζόμενα, ἐπιμεριστικαὶ ἀντωνυμίαι, [[οἷον]] [[ἕτερος]], [[ἑκάτερος]], [[ἕκαστος]], Διον. [[Θρᾷξ]] 636. 13· περὶ γενικῆς διαιρετ., «πᾶσα γενικὴ παντὸς ὀνόματος ἐπιμεριζομένη συνέχει τὸ ἄρθρον (τῶν ἀνθρώπων οἱ μέν... οἱ δέ...)» Ἀπολλ. Δ. π. Συντ. 92. 21., 36. 10., 35. 24, 1. 3) [[μνημονεύω]] καθ’ ἓν ἕκαστον, Στράβων 587. | |lstext='''ἐπιμερίζω''': [[διανέμω]], διαμοιράζω, τινί τι, [[τετρακισχίλιοι]], οὓς ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν Διον. Ἁλ. 2. 50· τὰ ἐπιμεριζόμενα, ἐπιμεριστικαὶ ἀντωνυμίαι, [[οἷον]] [[ἕτερος]], [[ἑκάτερος]], [[ἕκαστος]], Διον. [[Θρᾷξ]] 636. 13· περὶ γενικῆς διαιρετ., «πᾶσα γενικὴ παντὸς ὀνόματος ἐπιμεριζομένη συνέχει τὸ ἄρθρον (τῶν ἀνθρώπων οἱ μέν... οἱ δέ...)» Ἀπολλ. Δ. π. Συντ. 92. 21., 36. 10., 35. 24, 1. 3) [[μνημονεύω]] καθ’ ἓν ἕκαστον, Στράβων 587. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐπιμερίζω]])<br />[[χωρίζω]] σε μερίδια, [[διαμοιράζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐπιμερίζομαι</i><br />μοιράζομαι [[κάτι]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] ως [[μερίδιο]], [[κληρονομιά]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[καθορίζω]] πόσα [[χρόνια]] θα ζήσει [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> [[αριθμώ]], [[αναφέρω]] ξεχωριστά<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[εκφέρω]] μια [[λέξη]] που εκφράζει [[πλήθος]] ή [[σύνολο]] με γεν. επιμεριστική, ενώ τα μέρη του με την [[πτώση]] που απαιτεί η [[σύνταξη]] («τῶν ἀνθρώπων... οἱ μέν... οἱ δέ...»)<br /><b>5.</b> <i>τὰ ἐπιμεριζόμενα</i><br />οι επιμεριστικές αντωνυμίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μερίζω]] «[[χωρίζω]] σε κομμάτια» (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A impart, give a portion, v.l. in LXXJb.31.2, 39.17. b. Astrol., assign a number of years to life, Vett. Val.164.9. 2. distribute, τινὰς τοῖς φράτραις D.H.2.50; esp. in Gramm., πρόσωπα A.D.Synt.92.21; ἐπιμεριζόμενον ὄνομα distributive, D.T.637.15; also γενικὴ-ομένη partitive genitive, A.D.Synt.35.1:—Pass., to be distributed, εἰς πλείονας ἡμέρας Sor.1.21. 3. mention severally, enumerate, Str.13.1.10, Hdn.Epim.157.
German (Pape)
[Seite 962] theilweise hinzufügen. zutheilen, τετράκις χιλίους ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν D. Hal. 2, 50; eintheilen, Strab. XIII, 587; ἐπιμεριζόμενα sind bei den Grammatikern die Pronomina ἑκάτερος, ἕκαστος u. ä., u. die distributiven Zahlwörter, vgl. Choerobosc. B. A. 1340.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμερίζω: διανέμω, διαμοιράζω, τινί τι, τετρακισχίλιοι, οὓς ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν Διον. Ἁλ. 2. 50· τὰ ἐπιμεριζόμενα, ἐπιμεριστικαὶ ἀντωνυμίαι, οἷον ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος, Διον. Θρᾷξ 636. 13· περὶ γενικῆς διαιρετ., «πᾶσα γενικὴ παντὸς ὀνόματος ἐπιμεριζομένη συνέχει τὸ ἄρθρον (τῶν ἀνθρώπων οἱ μέν... οἱ δέ...)» Ἀπολλ. Δ. π. Συντ. 92. 21., 36. 10., 35. 24, 1. 3) μνημονεύω καθ’ ἓν ἕκαστον, Στράβων 587.
Greek Monolingual
(AM ἐπιμερίζω)
χωρίζω σε μερίδια, διαμοιράζω
μσν.
μέσ. ἐπιμερίζομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλον
αρχ.
1. δίνω ως μερίδιο, κληρονομιά
2. αστρολ. καθορίζω πόσα χρόνια θα ζήσει κάποιος
3. αριθμώ, αναφέρω ξεχωριστά
4. γραμμ. εκφέρω μια λέξη που εκφράζει πλήθος ή σύνολο με γεν. επιμεριστική, ενώ τα μέρη του με την πτώση που απαιτεί η σύνταξη («τῶν ἀνθρώπων... οἱ μέν... οἱ δέ...»)
5. τὰ ἐπιμεριζόμενα
οι επιμεριστικές αντωνυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μερίζω «χωρίζω σε κομμάτια» (< μέρος)].