ἐπισυναγωγή: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(T22)
(14)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐπισυναγωγῆς, ἡ ([[ἐπισυνάγω]], [[which]] [[see]]);<br /><b class="num">a.</b> a [[gathering]] [[together]] in [[one]] [[place]], equivalent to τό ἐπισυνάγεσθαι ([[ἐπί]] τινα, to [[one]], [[assembly]] (of Christians): Hebrews 10:25.
|txtha=ἐπισυναγωγῆς, ἡ ([[ἐπισυνάγω]], [[which]] [[see]]);<br /><b class="num">a.</b> a [[gathering]] [[together]] in [[one]] [[place]], equivalent to τό ἐπισυνάγεσθαι ([[ἐπί]] τινα, to [[one]], [[assembly]] (of Christians): Hebrews 10:25.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισυναγωγή]], ή (AM) [[επισυνάγω]]<br />[[συγκέντρωση]] σ’ έναν [[τόπο]] («ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγήν τοῡ λαοῡ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[συγκέντρωση]] πιστών σε [[τόπο]] λατρείας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκέντρωση]] χρηματικού ποσού<br /><b>2.</b> περιληπτική θέα, [[σύνοψη]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἐπισυναγωγαί</i><br />διαδοχικές προσθέσεις<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> [[σύνοδος]] πλανητών.
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυνᾰγωγή Medium diacritics: ἐπισυναγωγή Low diacritics: επισυναγωγή Capitals: ΕΠΙΣΥΝΑΓΩΓΗ
Transliteration A: episynagōgḗ Transliteration B: episynagōgē Transliteration C: episynagogi Beta Code: e)pisunagwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A gathering or being gathered together, LXX 2 Ma.2.7, 2 Ep.Thess.2.1, etc.    b collection of a sum of money, IG12(3).1270.11 (Syme, ii/i B. C.).    2 collective view, table, ὁρίων Ptol.Tetr.44.    3 pl., successive additions, Id.Alm.2.7.    4 Astrol., aggregation of planets in contact, Porph.in Ptol.188.

German (Pape)

[Seite 987] ἠ, das noch dazu Zusammenbringen, die Versammlung, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ, = συναγωγή, σύναξις, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄, 7), Β΄ Ἐπιστ. π. Θεσσ. β΄, 1, κτλ. 2) περιληπτικὴ θέα, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 67.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 rassemblement, réunion;
2 récapitulation, somme.
Étymologie: ἐπισυνάγω.

English (Strong)

from ἐπισυνάγω; a complete collection; especially a Christian meeting (for worship): assembling (gathering) together.

English (Thayer)

ἐπισυναγωγῆς, ἡ (ἐπισυνάγω, which see);
a. a gathering together in one place, equivalent to τό ἐπισυνάγεσθαι (ἐπί τινα, to one, assembly (of Christians): Hebrews 10:25.

Greek Monolingual

ἐπισυναγωγή, ή (AM) επισυνάγω
συγκέντρωση σ’ έναν τόπο («ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγήν τοῡ λαοῡ», ΠΔ)
2. συγκέντρωση πιστών σε τόπο λατρείας
αρχ.
1. συγκέντρωση χρηματικού ποσού
2. περιληπτική θέα, σύνοψη
3. στον πληθ. αἱ ἐπισυναγωγαί
διαδοχικές προσθέσεις
4. αστρολ. σύνοδος πλανητών.