ἐπίφθεγμα: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_22)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίφθεγμα''': τό, πᾶν ὅ,τι προφέρεται [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπιτίμησις]], [[ἐπίπληξις]], ἀπειλή, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 140, 23, Εὐσ. Ἀποσπασμάτ. σ. 142, 29, κλ. ΙΙ. [[ἐπιφώνημα]], ὡς τὸ [[ὤμοι]] ἐγὼ Ἀπολλ. Δ. περὶ Ἐπιρρ. 537, 10· κλητικὸν [[ἐπίφθεγμα]] τὸ ὦ ὁ αὐτ. περὶ Συντ. 52, 26· παιωνικὸν [[ἐπίφθεγμα]] Ἀθήν. 696F. ΙΙΙ. ἡ [[προσθήκη]] χορικῆς ᾠδῆς, ἥτις [[ὡσαύτως]] καλεῖται καὶ ἐπιφθεγματικὸν [[σύστημα]], «ἔστι δέ τινα καὶ τὰ καλούμενα ἐπιφθεγματικά, ἃ διαφέρει [[ταύτῃ]] τῶν ἐφυμνίων, ὅτι τὰ μὲν ἐφύμνια ὡς πρὸς τὸν νοῦν συντελεῖ, τὰ δὲ ἐπιφθεγματικὰ ἐκ περιττοῦ ὡς πρὸς τὸ λεγόμενον τῇ στροφῇ πρόσκειται» Ἡφαιστ. 130, «τοῦτο οὐκ ἔστιν [[ἐπῳδός]]... ἀλλὰ καλεῖται [[σύστημα]] ἐπιφθεγματικὸν» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 338.
|lstext='''ἐπίφθεγμα''': τό, πᾶν ὅ,τι προφέρεται [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπιτίμησις]], [[ἐπίπληξις]], ἀπειλή, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 140, 23, Εὐσ. Ἀποσπασμάτ. σ. 142, 29, κλ. ΙΙ. [[ἐπιφώνημα]], ὡς τὸ [[ὤμοι]] ἐγὼ Ἀπολλ. Δ. περὶ Ἐπιρρ. 537, 10· κλητικὸν [[ἐπίφθεγμα]] τὸ ὦ ὁ αὐτ. περὶ Συντ. 52, 26· παιωνικὸν [[ἐπίφθεγμα]] Ἀθήν. 696F. ΙΙΙ. ἡ [[προσθήκη]] χορικῆς ᾠδῆς, ἥτις [[ὡσαύτως]] καλεῖται καὶ ἐπιφθεγματικὸν [[σύστημα]], «ἔστι δέ τινα καὶ τὰ καλούμενα ἐπιφθεγματικά, ἃ διαφέρει [[ταύτῃ]] τῶν ἐφυμνίων, ὅτι τὰ μὲν ἐφύμνια ὡς πρὸς τὸν νοῦν συντελεῖ, τὰ δὲ ἐπιφθεγματικὰ ἐκ περιττοῦ ὡς πρὸς τὸ λεγόμενον τῇ στροφῇ πρόσκειται» Ἡφαιστ. 130, «τοῦτο οὐκ ἔστιν [[ἐπῳδός]]... ἀλλὰ καλεῖται [[σύστημα]] ἐπιφθεγματικὸν» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 338.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐπίφθεγμα]]) [[επιφθέγγομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο [[άνθρωπος]] οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί [[κοντά]] του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]], [[τσάκισμα]] («παιωνικὸν [[ἐπίφθεγμα]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> ό,τι λέγεται για [[επίπληξη]] («[[καθάπερ]] βακτηρίαν τινὰ τὸ [[ἐπίφθεγμα]] τοῡτο ὀρέγων», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[επιφώνημα]] («κλητικὸν [[ἐπίφθεγμα]]», Απολλ. Δύσκ.).
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίφθεγμα Medium diacritics: ἐπίφθεγμα Low diacritics: επίφθεγμα Capitals: ΕΠΙΦΘΕΓΜΑ
Transliteration A: epíphthegma Transliteration B: epiphthegma Transliteration C: epifthegma Beta Code: e)pi/fqegma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A refrain, παιανικὸν ἐ., of the refrain ἰὴ Παιάν, Ath.15.696f.    II interjection, A.D.Synt.52.26.

German (Pape)

[Seite 1000] τό, das dabei, dagegen Gesagte, Gesungene, Sp.; so heißt ἰώ ἐπίφθ. παιανικόν, Ath. XV, 696 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφθεγμα: τό, πᾶν ὅ,τι προφέρεται ἐναντίον τινός, ἐπιτίμησις, ἐπίπληξις, ἀπειλή, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 140, 23, Εὐσ. Ἀποσπασμάτ. σ. 142, 29, κλ. ΙΙ. ἐπιφώνημα, ὡς τὸ ὤμοι ἐγὼ Ἀπολλ. Δ. περὶ Ἐπιρρ. 537, 10· κλητικὸν ἐπίφθεγμα τὸ ὦ ὁ αὐτ. περὶ Συντ. 52, 26· παιωνικὸν ἐπίφθεγμα Ἀθήν. 696F. ΙΙΙ. ἡ προσθήκη χορικῆς ᾠδῆς, ἥτις ὡσαύτως καλεῖται καὶ ἐπιφθεγματικὸν σύστημα, «ἔστι δέ τινα καὶ τὰ καλούμενα ἐπιφθεγματικά, ἃ διαφέρει ταύτῃ τῶν ἐφυμνίων, ὅτι τὰ μὲν ἐφύμνια ὡς πρὸς τὸν νοῦν συντελεῖ, τὰ δὲ ἐπιφθεγματικὰ ἐκ περιττοῦ ὡς πρὸς τὸ λεγόμενον τῇ στροφῇ πρόσκειται» Ἡφαιστ. 130, «τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐπῳδός... ἀλλὰ καλεῖται σύστημα ἐπιφθεγματικὸν» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 338.

Greek Monolingual

το (Α ἐπίφθεγμα) επιφθέγγομαι
νεοελλ.
ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο άνθρωπος οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί κοντά του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ.
αρχ.
1. επωδός, τσάκισμα («παιωνικὸν ἐπίφθεγμα», Αθήν.)
2. ό,τι λέγεται για επίπληξηκαθάπερ βακτηρίαν τινὰ τὸ ἐπίφθεγμα τοῡτο ὀρέγων», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. επιφώνημα («κλητικὸν ἐπίφθεγμα», Απολλ. Δύσκ.).