ἐτήσιος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />annuel :<br /><b>1</b> qui dure une année (deuil, présidence, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qui revient chaque année (saison, sacrifice, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἔτος]]. | |btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />annuel :<br /><b>1</b> qui dure une année (deuil, présidence, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qui revient chaque année (saison, sacrifice, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἔτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ἐτήσιος]], -ον, Α ιων. τ. [[ἐτήσιος]], -ία (-ίη), -ον) [[έτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί ένα [[έτος]] («[[πένθος]] ἐτήσιον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[μισθό]], εισοδήματα <b>κ.λπ.</b>) ο ενός έτους, αυτός που δίνεται ή υπολογίζεται για όλο τον χρόνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άρχοντες) αυτός που βρίσκεται στην [[αρχή]] για έναν χρόνο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐτήσιον</i><br />ετησίως, κατ' [[έτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετησίως</i> (ΑΜ ἐτησίως)<br /><b>1.</b> κατ' [[έτος]], [[κάθε]] χρόνο<br /><b>2.</b> στη [[διάρκεια]] ενός έτους. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, and in Hp. η, ον: (ἔτος):—
A lasting a year, πένθος οὐκ ἐ. E.Alc.336; προστασία f.l. in Th.2.80; ἐτησίους ἄρχειν to govern for a year, D.C.60.24. 2 annual, ὧραι Plu.2.993e; θυσίαι Th.5.11, etc., cf. SIG1024.24 (Myconus); φόρος IG7.2227 (Thisbe); ἐτήσιοι πρόσιτ' ἀεί Cratin.23; βορέαι ἐ., = ἐτησίαι, Arist.Pr.940a35; ἐ. πνεύματα Arr.Ind.21.1. Adv. -ίως Sch.Lyc. 107: neut. as Adv., τρυγόωσιν ἐτήσιον AP5.226 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 1052] ον, 1) jährig, ein Jahr dauernd, πένθος Eur. Alc. 336; προστασία Thuc. 2, 80; Sp. bes. ἀρχαί – 2) jährlich, was alle Jahr wiederkehrt, βορέαι ἐτήσιοι Arist. probl. 26, 2; καρποί Plut. compar. Lyc. et Num. 1. Bei Sp., bes. D. Cass., auch 3 Endungen, z. B. πανήγυρις ἐτησία 44, 4. Das adv. ἐτησίως Schol. Lycophr. 107; eben so ἐτήσιον τρυγόωσιν, jährlich, Maced. 1 (V, 227).
Greek (Liddell-Scott)
ἐτήσιος: -ον, καὶ παρ’ Ἱππ. α, ον· (ἔτος): διαρκῶν ἐπὶ ἕν ἔτος, πένθος Εὐρ. Ἄλκ. 336· προστασία Θουκ. 2. 80· ἐτησίους σφᾶς ἄρχειν, ἄρχειν ἐπὶ ἕν ἔτος, Δίων Κ. 60. 24. 2) κατὰ πᾶν ἔτος, ὧραι Ἱππ. 1279. 48, Πλούτ. 2. 993 Ε· θυσίαι Θουκ. 5. 11, κτλ.· ἐτήσιοι πρόσιτ’ ἀεί Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν» 6. ― Ἐπίρρ. -ίως, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 107· οὕτως ἐν τῷ οὐδ. ἡμερίδας τρυγόωσιν ἐτήσιον Ἀνθ. Π. 5. 27.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
annuel :
1 qui dure une année (deuil, présidence, etc.);
2 qui revient chaque année (saison, sacrifice, etc.).
Étymologie: ἔτος.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ἐτήσιος, -ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, -ία (-ίη), -ον) έτος
1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.)
2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.)
νεοελλ.
(για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός έτους, αυτός που δίνεται ή υπολογίζεται για όλο τον χρόνο
αρχ.
1. (για άρχοντες) αυτός που βρίσκεται στην αρχή για έναν χρόνο
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐτήσιον
ετησίως, κατ' έτος.
επίρρ...
ετησίως (ΑΜ ἐτησίως)
1. κατ' έτος, κάθε χρόνο
2. στη διάρκεια ενός έτους.