ἐφικτός: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut être atteint, accessible : τινι à qqn, à qch (aux yeux, à la parole, <i>etc.</i>) ; [[ἐν]] ἐφικτῷ τινος PLUT à portée de qch ; [[ὡς]] [[οὐκ]] [[ἦν]] ἐφικτὰ αὐτοῖς ÉL comme cela n’était pas en leur pouvoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐφικνέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />qui peut être atteint, accessible : τινι à qqn, à qch (aux yeux, à la parole, <i>etc.</i>) ; [[ἐν]] ἐφικτῷ τινος PLUT à portée de qch ; [[ὡς]] [[οὐκ]] [[ἦν]] ἐφικτὰ αὐτοῖς ÉL comme cela n’était pas en leur pouvoir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐφικνέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφικτός]], -ή, -όν)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να φθάσει, [[προσιτός]], [[κατορθωτός]], [[δυνατός]], πραγματοποιήσιμος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[θείο]]) [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσβάλλει, που πλήττει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐφικτόν ἐστι» — [[είναι]] δυνατό να...<br />β) «καθ' ὅσον ἐφικτόν» — όσο το δυνατό<br />γ) «οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι» — οι τόποι που μπορεί να φθάσει, να προσεγγίσει [[κανείς]], οι προσιτοί τόποι<br />δ) «εἰς ἐφικτόν» — [[μέσα]] στο όριο<br />ε) «εἰς ἐφικτὸν προελθοῡσα» — [[αφού]] έφθασε στα όρια του δυνατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εφ</i>-<i>ικ</i>-<i>τος</i><br />ρηματ. επίθ. σε -<i>τος</i>, του αρχ. ρ. <i>εφι</i>-<i>κνούμαι</i> «[[φθάνω]], [[πετυχαίνω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφικτός Medium diacritics: ἐφικτός Low diacritics: εφικτός Capitals: ΕΦΙΚΤΟΣ
Transliteration A: ephiktós Transliteration B: ephiktos Transliteration C: efiktos Beta Code: e)fikto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A easy to reach, accessible, attainable, v.l. for ἀνυστόν in Parm.4.7; οὐκ . . ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.133.1; οὔτε τέχνη οὔτε σοφίη ἐφικτόν, ἢν μὴ μάθῃ τις Democr.59; ἐλπίδες ἐφικταί Id.58, cf. Plb.12.25i.9, Phld.Herc.1457.11; τὸ μέσον ἐπίπαν ἐ. Arist.PA666a15; ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Plu.Thes.1.    II ἐφικτόν ἐστι it is possible, c. inf., Plb.9.24.5; καθόσον ἐφικτόν to the best of one's power, Arist. Mu.391b3; ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Ael.NA5.7; οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι within reach, Thphr.Lap.25, cf. Ign.70; ἐν ἐφικτῷ τῆς ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι, Plu.2.494e, 496c; εἰς ἐφικτὸν προελθοῦσα coming within reach, D.H.2.38.    III Act., attacking, Ποιναί Trag.Adesp.256.

German (Pape)

[Seite 1119] adj. verb. zum Vor., erreichbar, wozu man gelangen kann; τὸν ἐφικτὸν εἰκότι λόγῳ χρόνον Plut. Thes. 1; ἔργον, das man ausführen kann, Them. 31; λόγος ὀλίγοις ἐφ., Wenigen verständlich, Pol. 6, 5, 1; καθ' ὅσον ἐφικτὸν θεολογῶμεν περὶ τούτων, nach Kräften, so weit es möglich ist, Arist. de mund. 1 extr.; Sp., μία τις ὁδός, δι' ἧς ἐστιν εἰς Ἰταλίαν ἐλθεῖν ἐφικτόν, auf dem es möglich ist, nach Italien zu kommen, Pol. 9, 24, 5; ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς ἔτι Ael. N. A. 5, 7; – εἰς ἐφικτὸν πελάσαι, so weit herankommen, daß man erreicht werden kann, Plut. Mar. 20; προσελθεῖν Dion. Hal. 2, 38; – ἐν ἐφικτῷ γενέσθαι, εἶναι, im Bereich sein, erreichbar sein, Plut. Pyrrh. 14 Anton. 39 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφικτός: -ή, -όν, εἰς ὃν εὐκόλως φθάνει τις, προσιτός, Παρμεν. 42· οὐκ… ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτὸν Ἐμπεδ. 389· τὸ μέσον ἐπίπαν ἐφ. Ἀριστ. περὶ Ζ.Μορ. 3. 4, 13· ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. ἐφικτόν ἐστι, εἶναι δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Πολύβ. 9. 24, 5· καθόσον ἐφικτόν, καθόσον εἶναι δυνατόν, Λατ. pro virili, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1, 6· ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Αἰλ. π. Ζ. 5. 7· ἐν ἐφικτῷ, ἐντὸς τοῦ δυνατοῦ, Θεόφρ. π. Λίθ. 25, π. Πυρός 70· ἐν ἐφικτῷ ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι Πλούταρχ. 2. 494Ε, 496C· ὡς ἐφικτὸν ἐλθεῖν Διον. Ἁλ. 2. 38.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut être atteint, accessible : τινι à qqn, à qch (aux yeux, à la parole, etc.) ; ἐν ἐφικτῷ τινος PLUT à portée de qch ; ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς ÉL comme cela n’était pas en leur pouvoir.
Étymologie: adj. verb. de ἐφικνέομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἐφικτός, -ή, -όν)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος
μσν.
1. (για το θείο) κατανοητός
2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει
αρχ.
1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» — είναι δυνατό να...
β) «καθ' ὅσον ἐφικτόν» — όσο το δυνατό
γ) «οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι» — οι τόποι που μπορεί να φθάσει, να προσεγγίσει κανείς, οι προσιτοί τόποι
δ) «εἰς ἐφικτόν» — μέσα στο όριο
ε) «εἰς ἐφικτὸν προελθοῡσα» — αφού έφθασε στα όρια του δυνατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφ-ικ-τος
ρηματ. επίθ. σε -τος, του αρχ. ρ. εφι-κνούμαι «φθάνω, πετυχαίνω»].