ἦνοψ: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(Autenrieth)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=οπος (ϝῆνοψ): [[bright]], [[gleaming]], [[χαλκός]].
|auten=οπος (ϝῆνοψ): [[bright]], [[gleaming]], [[χαλκός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἦνοψ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]] («ἤνοπι χαλκῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fήν</i>-<i>οψ</i>, με ανερμήνευτο το <i>Fηv</i>-. Η [[κατάληξη]] -<i>οψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οψ</i> «όψη», <b>[[πρβλ]].</b> <i>αίθ</i>-<i>οψ</i>, [[νώροψ]] κ.ά. με παρεμφερή [[σημασία]] με το [[ήνοψ]]. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει [[συνήθως]] τα: [[χαλκός]], [[ουρανός]], <i>πυρ</i>,-<i>ός</i>. Σύμφωνα με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[επίσης]]: <i>ἤνοπα</i><br /><i>λαμπρόν</i>, [[πάνυ]] ἔνηχον</i>, <i>διαφανῆ</i>).
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦνοψ Medium diacritics: ἦνοψ Low diacritics: ήνοψ Capitals: ΗΝΟΨ
Transliteration A: ē̂nops Transliteration B: ēnops Transliteration C: inops Beta Code: h)=noy

English (LSJ)

οπος, ὁ, ἡ, perh.

   A gleaming, ἤνοπι χαλκῷ Il.16.408, 18.349, Od.10.360; οὐρανός Call.Fr.anon.24; πυρός ib.28. (Expld. as,= ἄν-οψ, not to be looked at, dazzling, by Scholl.in Lexx., but ϝῆνοψ is prob. in Hom.)

German (Pape)

[Seite 1173] οπος, Il. 16, 408. 18, 349 Od. 10, 360 in der Vrbdg ἤνοπι χαλκῷ, οὐρανὸς ἦνοψ poet. bei Suid. v. ἔνδιος, nach Einigen funkelnd, für ἄνοψ, was man vor Glanz nicht ansehen kann, oder mit ἔνοπτρον zusammenhangend, spiegelblank; unwahrscheinlicher von ὄψ abgeleitet, ἔνηχος, helltönend, womit das von Suid. erwähnte ἤνοπα πυρὸν ἔδουσιν nicht zu vereinigen ist. Vgl. νῶροψ.

Greek (Liddell-Scott)

ἦνοψ: -οπος, ὁ, ἡ, ἐν Ὁμ. Ἰλ. Π. 408, Σ. 349, Ὀδ. Κ. 360, ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, ἤνοπι χαλκῷ, μὲ λάμποντα, ἀκτινοβόλον χαλκόν. Οἱ ἀρχαῖοι ἐξελάμβανον αὐτὸ ὡς = ἄνοψ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προσβλέψῃ διὰ τὴν λαμπρότητα, θαμβερός, πρβλ. νῶροψ. Ὁ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἔνδιος, ἦνοψ, ἀναφέρει αὐτὸ καὶ ὡς ἐπίθ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ πυροῦ (σίτου).

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ, ἡ)
à l’aspect brillant, éclatant.
Étymologie: pour *Ϝῆνοψ, d’une R. Ϝαν, Ϝα, briller, et ὀπ-, voir.

English (Autenrieth)

οπος (ϝῆνοψ): bright, gleaming, χαλκός.

Greek Monolingual

ἦνοψ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που λάμπει, λαμπρός («ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Fήν-οψ, με ανερμήνευτο το Fηv-. Η κατάληξη -οψ < οψ «όψη», πρβλ. αίθ-οψ, νώροψ κ.ά. με παρεμφερή σημασία με το ήνοψ. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει συνήθως τα: χαλκός, ουρανός, πυρ,-ός. Σύμφωνα με τη γλώσσα του Ησύχ. επίσης: ἤνοπα
λαμπρόν, πάνυ ἔνηχον, διαφανῆ).