ἠρέμα: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> doucement, paisiblement, tranquillement;<br /><b>2</b> modérément, légèrement, un peu;<br /><b>3</b> lentement.<br />'''Étymologie:''' [[ἤρεμος]]. | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> doucement, paisiblement, tranquillement;<br /><b>2</b> modérément, légèrement, un peu;<br /><b>3</b> lentement.<br />'''Étymologie:''' [[ἤρεμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ήρεμα (AM [[ἠρέμα]])<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ήρεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>η</i>-<i>ρέμ</i>-<i>ᾱ</i> (το -<i>ᾱ</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>n</i>), συνδέεται με μια λεξιλογική [[ομάδα]] που σημαίνει «[[ήσυχος]], [[ησυχάζω]]» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. <i>ramate</i> «[[ησυχάζω]]», λιθ. <i>rimti</i> «[[είμαι]] [[ήσυχος]]», γοτθ. <i>rimis</i> «[[ανάπαυση]]» <b>κ.ά.</b>). Το αρχικό <i>η</i>- της λ. [[είναι]] πιθ. κάποιο πρόθ. εν εκτάσει, ίσως για μετρικούς λόγους. Το [[ηρέμα]] απαντά και με την επιρρμ. κατάλ. -<i>ί</i> (-<i>εί</i>): <i>ηρεμ</i>-<i>ί</i> (-<i>εί</i>) [<b>[[πρβλ]].</b> <i>πανδημ</i>-<i>ί</i>(-<i>εί</i>)], [[καθώς]] και με τη [[μορφή]] <i>ηρέμας</i> προ φωνήεντος (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ατρέμ</i>-<i>ας</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηρεμώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηρεμάζω]], [[ηρεμίζω]], [[ηρέμιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ηρεμαίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ηρεμώ]] (-<i>όω</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηρεμικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό: <b>αρχ.</b> [[υπηρέμα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
( ἠρέμᾰς before a vowel in A.R.3.170), Adv.
A gently, softly, ἥσυχος, ἠ., said as to a horse, Ar.Pax82 (anap.); ψήχειν ἠ. τὸν βουκέφαλον Id.Fr.42; ἠ. ἐπιγελάσαι Pl.Phd.62a; ἔχε ἠ. keep still, Id.Cra. 399e; ἠ. ἠρόμην Id.Prt.333e. b on the stage, aside, in a stagewhisper, Sch.E.Hec.1023, Or.671, Sch.A.Ch.46. 2 slightly, ἠ. ῥιλοῦν Pl.Tht.152b; ἀγανακτεῖν Id.Phlb.47a; δάκτυλοι . . ἠ. διηρθρωμένοι Arist.HA517a32: sts. with an Adj., ἐν ἠ. προσάντει Pl.Phdr. 230c; ἠ. λευκός Arist.Mete.375a21; ἠ. θερμός Id.GC326a12; ἠ. παθητικός ib.328b7; ἠ. ὁμοῖος Id.Top.117b23; ἠ. ψεκτός Id.EN1126b8; ἠ. καὶ γελοῖον rather ludicrous, dub. in Luc.Merc.Cond.28 codd. 3 slowly, περιφέρεσθαι Pl.R.617a.
German (Pape)
[Seite 1175] vor einem Vokal ἠρέμας (verwandt mit ἔρημος, vgl. auch ἀτρέμας), sanft, leise, allmälig, langsam; ἥσυχος, ἠρέμα, κάνθων ruft Trygäus dem Käfer zu Ar. Pax 81; oft bei Plat., ἠρέμας ἔχε Crat. 399 e, κατ' ἐμαυτόν, still für mich, Ax. 372, ἠρόμην, sanft, Prot. 333 e, wie Crat. 413 a u. öfter; ἐπιγελᾶν, παραμ υθεῖσθαι, Phaed. 62 a 83 a; Ggstz von σφόδρα, Phil. 24 c Theaet. 152 b; ἄχθεσθαι, Ep. XIII, 362 e; περιφέρεσθαι, langsam, Rep. X, 617 a; ἠρέμα καὶ οὐκ ὀξὺ βλέπειν Arist. Meteor. 3, 4; ψέγειν, dem σφόδρα entgegengesetzt, Eth. 4, 5, vgl. 3, 1; Sp.; auch bei adj., ἠρ. λευκός dem παντελῶς λ. entgeggstzt, Arist. meteor. 3, 4; ἠρ. δεισιδαιμονέστερος D. L. 2, 11. Vgl. ἠρεμής u. ἠρεμαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
ἠρέμᾰ: καὶ ἠρέμας πρὸ φωνήεντος ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 170 (ἴδε ἐν τέλ.), ἐπίρρ., ὡς τὸ ἀτρέμας, ἡσύχως, ἐλαφρῶς, ἥσυχος, ἠρέμα, ἥσυχα, σιγά! λεγόμενον πρὸς ἵππον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 82· ψήχειν ἠρέμα τὸν βουκέφαλον ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 135 ἠρέμα ἐπιγελᾶν Πλάτ. Φαίδ. 62Α· ἔχε ἠρέμα, στάσου ἥσυχα, ὁ αὐτ. Κρατ. 399Ε· ἤρ. ἠρόμην ὁ αὐτ. Πρωτ. 333Ε. 2) ὀλίγον τι, ἐλαφρῶς, ἀντίθ. σφόδρα, ἠρ. ῥιγοῦν ὁ αὐτ. Θεαιτ. 152Α· ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. Φιλήβ. 47Α· δάκτυλοι... ἠρ. διηρθρωμένοι Ἀριστ. Ι. Ζ. 3. 9, 6· ― ἐνίοτε μετ’ ἐπιθ. ἐν ἠρέμα προσάντει Πλάτ. Φαίδρ. 230C· ἠρ. λευκὸς Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 28· ἠρ. θερμὸς ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 16. παθητικὸς αὐτόθι 10, 15· ἠρ. ὁμοῖος ὁ αὐτ. Τοπ. 3. 2, 7· ἠρ. ψεκτὸς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 14· ἠρ. καὶ γελοῖον Λουκ Μισθ. Συνόντ. 28. 3) βραδέως, ἀντίθ. τάχιστα, Πλάτ. Πολιτ. 617Α. - Τὸ ἐπίθ. ἤρεμος εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Θεοφρ. Λιθ. 62, Λουκ. Τραγῳδ. 207 (ἠρέμῳ ποδί), Α΄ Ἐπιστ. Τιμ. β΄, 2· ἤρεμον ἑαυτὸν παρέχειν Ἐπιγρ. Ὀλβιοπόλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 24· - ἠρεμαῖος εὕρηται συνήθ. ἀντ’ αὐτοῦ· περὶ τοῦ συνθέτου ὡσαύτως ἴδε ἐν λ. ἠρεμαῖος. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ἐν τῷ Σανσκρ. ram, ram-ê (gaudeo), πρβλ. â-ram-âmi (desino, quiesso), Γοτθ. rim-is (ἡσυχία)· - ἐντεῦθεν καὶ ἠρεμί, αῖος, -ία, -έω.)
French (Bailly abrégé)
adv.
1 doucement, paisiblement, tranquillement;
2 modérément, légèrement, un peu;
3 lentement.
Étymologie: ἤρεμος.
Greek Monolingual
και ήρεμα (AM ἠρέμα)
επίρρ. βλ. ήρεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < η-ρέμ-ᾱ (το -ᾱ < -n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate «ησυχάζω», λιθ. rimti «είμαι ήσυχος», γοτθ. rimis «ανάπαυση» κ.ά.). Το αρχικό η- της λ. είναι πιθ. κάποιο πρόθ. εν εκτάσει, ίσως για μετρικούς λόγους. Το ηρέμα απαντά και με την επιρρμ. κατάλ. -ί (-εί): ηρεμ-ί (-εί) [πρβλ. πανδημ-ί(-εί)], καθώς και με τη μορφή ηρέμας προ φωνήεντος (πρβλ. ατρέμ-ας).
ΠΑΡ. ηρεμώ
αρχ.
ηρεμάζω, ηρεμίζω, ηρέμιος
αρχ.-μσν.
ηρεμαίος
μσν.
ηρεμώ (-όω)
νεοελλ.
ηρεμικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: αρχ. υπηρέμα].