κακομήχανος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(Autenrieth) |
(18) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[μηχανή]]): [[contriving]] [[evil]], [[malicious]], Od. 16.418. | |auten=([[μηχανή]]): [[contriving]] [[evil]], [[malicious]], Od. 16.418. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακομήχανος]], -ον (AM, Α δωρ. τ. [[κακομάχανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, [[πανούργος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («[[κακομήχανος]] [[ἔρις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομηχάνως</i> (Μ)<br />με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκυ</i>-<i>μήχανος</i>, <i>πολυ</i>-<i>μήχανος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. -μάχᾰνος [μᾱ], ον,
A mischief-plotting, Il.6.344, Od.16.418; λῃσταί B.17.8; κῶρος Mosch.Fr.3.7; of things, mischievous, baneful, ἔρις Il.9.257. Adv. -νως Phot.Bibl.p.292 B.
German (Pape)
[Seite 1301] Unheil, Böses ersinnend; Il. 6, 344 Od. 16, 418; ἔρις Il. 9, 257; übh. arglistig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακομήχᾰνος: -ον, Δωρ. κακομάχανος, μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, δόλιος, Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· ἔρις Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fabrique d’odieuses machinations ; fourbe.
Étymologie: κακός, μηχανή.
English (Autenrieth)
(μηχανή): contriving evil, malicious, Od. 16.418.
Greek Monolingual
κακομήχανος, -ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, -ον)
1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος
2. ολέθριος, καταστρεπτικός («κακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
κακομηχάνως (Μ)
με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. γλυκυ-μήχανος, πολυ-μήχανος].