καταμύω: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> cligner des yeux;<br /><b>2</b> fermer les yeux, avoir les yeux fermés.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μύω]]. | |btext=<b>1</b> cligner des yeux;<br /><b>2</b> fermer les yeux, avoir les yeux fermés.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταμύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] τα μάτια (α. «καταμύει τὰ βλέφαρα», <b>Ξεν.</b><br />β. «καταμύειν ὑπ' ἐκπλήξεως», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[αποκοιμιέμαι]]<br /><b>3.</b> (κατ' ευφημισμόν [[αντί]] του [[καταθνήσκω]]) [[πεθαίνω]] («ἢν ὁ [[γέρων]] μόνον καταμύση», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μύω</i> «[[κλείνω]] τα μάτια»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. aor. inf. καμμῦσαι v.l. in Batr.191; καμμύειν, aor. ἐκάμμυσα, etc., also in later Gr.,
A v. καμμύω:—close the eyes, κ. τὰ βλέφαρα X.Cyn.5.11; τὰ ὄμματα Hp.Epid.7.83; τοὺς ὀφθαλμούς LXX(v. καμμύω) ; τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.645, cf. 2.414; κ. τῷ νοερῷ ὄμματι M.Ant.4.29: more freq. alone, close the eyes, Str.6.1.14; κ. ὑπ' ἐκπλήξεως Philostr.VA6.11: hence, drop asleep, doze, Batr. l. c., Ar.V.92: euphem. for καταθνῄσκειν, Luc.DMeretr.7.2, D.L.4.49. [ῡ in pres., Hedyl. ap. Ath.8.345a: in aor., Batr. l. c.; v. μύω.]
German (Pape)
[Seite 1364] (s. μύω), die Augen schließen, bes. um zu schlafen, einnicken; Hippocr.; Ar. Vesp. 92; καταμύομεν [υ abweichend] Hedyl. bei Ath. VIII, 345 a; καταμύει τὰ βλέφαρα, im Ggstz von τὰ βλέφαρα ἀναπέπταται, Xen. Cyn. 5, 11; von sich Fürchtenden, Philostr.; von Sterbenden, entschlafen, Luc. D. meretr. 7, 2 D. L. 4, 49; – p. auch καμμύω, Batrach. 191 καμμῦσαι, Alexis bei Phryn. 339, wo bemerkt wird, daß Spätere es nachlässiger Weise auch in Prosa brauchten; so findet sich ἐκάμμυσαν τοὺς ὀφθαλμούς im N. T., Act. Ap. 28, 27.
Greek (Liddell-Scott)
καταμύω: μέλλ. -ύσω, ἐν ἀπαρ. ἀορ. καμμῦσαι Βατραχομυομ. 192· αἰολ. καὶ ποιτ. τύπ.· ἐν κοινοτέρᾳ γλώσσῃ, ὡσαύτως ἐκάμμυσσα Ἄλεξ. (Ἄδηλ. 71) παρὰ Φρυν. (339, ἔνθα, ὁ τύπος ἀποδοκιμάζεται), ὡσαύτως καὶ οἱ Ἐκκλ., Ἑβδ. Κ.Δ. Κλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς, τὰ βλέφαρα, ὅταν μὲν ἐγρηγόρῃ, καταμύει τὰ βλέφαρα, ὅταν δὲ καθεύδῃ, ἀναπέπταται τὰ βλέφαρα Ξεν. Κυν. 5, 11· τοὺς ὀφθαλμοὺς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 5, Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 27· τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Φίλων 1, 645· ὡσαύτως, κ. τῷ νοερῷ ὄμματι Μ. Ἀντων. 4, 29· ἀλλὰ συνηθέστερον ἄνευ ἀντικειμ., κλείω τοὺς ὀφθαλμούς, καταμύειν δοκῶν ἀνέβλεψεν ἀθρόον Φιλόστρ. σ. 147· θᾶττον ἢ καταμύσαι ὁ αὐτ. 675· Στράβ. 264· κ. ὑπ’ ἐκπλήξεως Φιλόστρ. 242· (διὸ καὶ ὁ Ἡσύχ. καταμεμυκέναι, ὑποπτῆξαι)· ἐντεῦθεν, ἀποκοιμῶμαι ἢ μισοκοιμῶμαι, Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐκ εἴασαν ἡμᾶς θορυβοῦντες οὐδ’ ὀλίγον καμμῦσαι Ἀριστοφ. Σφῆκ. 92, Ἱππ. 1230, κτλ.· εὐφημ. ἀντὶ τοῦ καταθνήσκειν, ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύσῃ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 7, 2, Διογ. Λ. 4, 49. ῠ φύσει ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις· ῡ χάριν τοῦ μέτρου ἐν τῷ ἐνεστ., Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 345Α, καὶ ἐν τῷ ἀορ., Βατραχομ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 3, 525 καὶ ἴδε μύω.
French (Bailly abrégé)
1 cligner des yeux;
2 fermer les yeux, avoir les yeux fermés.
Étymologie: κατά, μύω.
Greek Monolingual
καταμύω (Α)
1. κλείνω τα μάτια (α. «καταμύει τὰ βλέφαρα», Ξεν.
β. «καταμύειν ὑπ' ἐκπλήξεως», Φιλόστρ.)
2. αποκοιμιέμαι
3. (κατ' ευφημισμόν αντί του καταθνήσκω) πεθαίνω («ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύση», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μύω «κλείνω τα μάτια»].