κηδεστής: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> tout parent par alliance;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> beau-père;<br /><b>2</b> beau-frère, mari de la sœur <i>ou</i> frère de la femme;<br /><b>3</b> gendre, beau-fils;<br /><b>4</b> beau-père, second mari de la mère.<br />'''Étymologie:''' [[κήδομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> tout parent par alliance;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> beau-père;<br /><b>2</b> beau-frère, mari de la sœur <i>ou</i> frère de la femme;<br /><b>3</b> gendre, beau-fils;<br /><b>4</b> beau-père, second mari de la mère.<br />'''Étymologie:''' [[κήδομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κηδεστής]], -οῡ, δωρ. τ. καδεστάς)<br />[[συγγενής]] εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, [[πλάγιος]] [[συγγενής]], όχι εξ αίματος<br /><b>αρχ.</b><br />(ειδικότερα)<br /><b>1.</b> [[γαμπρός]], [[σύζυγος]] της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε [[Διός]] [[γενέσθαι]] [[κηδεστής]]» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει [[γαμπρός]] του [[Διός]], Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[πεθερός]] («τῷ δὲ [[κηδεστής]] ἐκεῑνος» — [[εκείνος]] [[είναι]] [[πεθερός]] του, <b>Δημοσθ.</b><br /><b>3.</b> [[μητριός]]<br /><b>4.</b> [[ανδράδελφος]] ή [[γυναικάδελφος]], [[κουνιάδος]] («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — [[γιατί]] ο Διονυσόδωρος ήταν [[αδελφός]] της γυναίκας μου, Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κηδεσ</i>- του [[κήδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρηστής</i>, <i>αργεσ</i>-<i>στής</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. κᾱδεστάς AP7.712 (Erinna), οῦ, ὁ: (κῆδος, κηδεύω): —
A connexion by marriage, Pl.Lg.773b, X.Mem.1.1.8, Arist. Pol.1312b16, Cerc.17.25 (pl.), Ph.2.555 (pl.), etc.; esp. 1 son-in-law, Antipho 6.12, Isoc.10.43. 2 father-in-law, Ar.Th.74, 210, D.19.118, etc.; also, step-father, Id.36.31. 3 brother-in-law, E. Hec.834, And.1.50, Lys.13.1, Is.6.27, D.30.12, Timae.84.
German (Pape)
[Seite 1429] ὁ, Jeder durch Heirath Verwandte, Verschwägerte, Plat. Legg. VI, 773 b; – Schwiegersohn, Antiph. 6, 12, Πάρις ἐπεθύμησε Διὸς γενέσθαι καὶ κληθῆναι κηδεστής Isocr. 10, 42, Plut. Pericl. 11 u. A.; – Schwiegervater, Ar. Th. 74, Andoc. 4, 15, D. Hal. 4, 28; – Schwager, sowohl Frauenbruder, Eur. Hec. 834 Lys. 13, 1 u. 40 Andoc. 1, 50, als Mannesbruder, Dem. 30, 12 u. A.; – auch Stiefvater, Dem. 36, 31. – An vielen Stellen tritt der eigentliche Verwandtschaftsgrad nicht deutlich hervor. Vgl. κηδεμών.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεστής: -οῦ, ὁ, (κῆδος, κηδεύω) συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας ἢ ἐξ ἐπιγαμίας, Λατ. affinis, Πλάτ. Νόμ. 773Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ.· ― ἰδίως, 1) γαμβρός, Ἀντιφῶν 142. 43, Ἰσοκρ. 216C. 2) πενθερός, Ἀριστ. Θεσμ. 74. 210, Δημ. 377. 6, κτλ.· ὡσαύτως, «μητρυιός», ὁ αὐτ. 954. 7. 3) ἀνδράδελφος ἢ γυναικάδελφος, Εὐρ. Ἑκ. 834 Ἀνδοκ. 7. 36, Λυσ. 129. 40, πρβλ. 133. 24, Δημ. 867. 12, Τίμαιος 84.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. tout parent par alliance;
II. particul.
1 beau-père;
2 beau-frère, mari de la sœur ou frère de la femme;
3 gendre, beau-fils;
4 beau-père, second mari de la mère.
Étymologie: κήδομαι.
Greek Monolingual
ο (Α κηδεστής, -οῡ, δωρ. τ. καδεστάς)
συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος
αρχ.
(ειδικότερα)
1. γαμπρός, σύζυγος της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός του Διός, Ισοκρ.)
2. πεθερός («τῷ δὲ κηδεστής ἐκεῑνος» — εκείνος είναι πεθερός του, Δημοσθ.
3. μητριός
4. ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, κουνιάδος («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — γιατί ο Διονυσόδωρος ήταν αδελφός της γυναίκας μου, Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κηδεσ- του κήδος + κατάλ. -της (πρβλ. ακρηστής, αργεσ-στής)].