κόνυζα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(eksahir)
(21)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[ínula]]
|esgtx=[[ínula]]
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[κόνυζα]] και [[κνύζα]])<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], του φυτού Ιnula graveolens του γένους [[ίνουλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αν [[αρχικός]] [[είναι]] ο τ. [[κνύζα]], θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. <i>hnukr</i> «δυνατή [[οσμή]]» και να αναχθεί στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] με τα [[κνύω]], <i>κνῶ</i>, [[κνίζω]] κ.λπ. Στην [[περίπτωση]] αυτή, ο τ. [[κόνυζα]] [[είναι]] μεταγενέστερο [[προϊόν]] μεταπλασμού, [[κατά]] τα <i>όρυζα</i>, [[μάνυζα]], [[επίσης]] ονομασίες [[φυτών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κονυζήεις]], [[κονυζίτης]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόνυζα Medium diacritics: κόνυζα Low diacritics: κόνυζα Capitals: ΚΟΝΥΖΑ
Transliteration A: kónyza Transliteration B: konyza Transliteration C: konyza Beta Code: ko/nuza

English (LSJ)

ης, ἡ, name of various species of

   A Inula, fleabane, Hecat. 154 J., Arist.HA534b28, Thphr.HP6.2.6, Gal.12.35, etc.; poet. κνύζα Theoc.4.25, 7.68; κ. ἄρρην, = κ. μείζων, Dsc.3.121, Inula viscosa; κ. θήλεια Thphr. l. c.; = κ. μικρά, Dsc. l. c., I. graveolens, cf. Nic.Th. 875; a third species, = I. britannica, Thphr. l. c., Dsc. l. c.

German (Pape)

[Seite 1482] ἡ, eine starkriechende Pflanze, Dürrwur; Arist. H. A. 4, 8; κακόφλοιος Nic. Al. 331; χαμαίζηλος Ther. 70, öfter; Diosc.; bei Theocr. 4, 25. 7, 68 zusammengezogen in κνῦζα.

Greek (Liddell-Scott)

κόνυζα: -ης, -ἡ, εἶδος φυτοῦ βαρεῖαν ὀσμὴν ἔχοντος, κοινῶς «ἀκονυζία», «ἀγριοθρύμπη» ἢ «ψυλλοβότανον», pulicaria, Ἑκαταῖ. 133, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 2, 6, κτλ.· ποιητ. κνύζα, Θεοκρ. 4. 25., 7. 68· ― ὑπῆρχον δύο εἴδη αὐτῆς, ἄρρην καὶ θήλεια, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 conyze ou herbe aux puces, encensière (erigeron viscosum);
2 autre plante (inula Britannica ou inule des fleuves).
Étymologie: DELG pê emprunt.

Spanish

ínula

Greek Monolingual

η (ΑM κόνυζα και κνύζα)
ονομασία, κοινή σήμερα, του φυτού Ιnula graveolens του γένους ίνουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με τα κνύω, κνῶ, κνίζω κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή, ο τ. κόνυζα είναι μεταγενέστερο προϊόν μεταπλασμού, κατά τα όρυζα, μάνυζα, επίσης ονομασίες φυτών.
ΠΑΡ. αρχ. κονυζήεις, κονυζίτης.