μισθαποδοσία: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(T22) |
(25) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μισθαποδοσιας, ἡ ([[μισθός]] and [[ἀποδίδωμι]]; cf. the [[μισθοδοσία]] of the Greek writings (Winer s Grammar, 24)), [[payment]] of wages [[due]], [[recompense]]: of [[reward]], Hebrews 2:2. (Several times in ecclesiastical writings.) | |txtha=μισθαποδοσιας, ἡ ([[μισθός]] and [[ἀποδίδωμι]]; cf. the [[μισθοδοσία]] of the Greek writings (Winer s Grammar, 24)), [[payment]] of wages [[due]], [[recompense]]: of [[reward]], Hebrews 2:2. (Several times in ecclesiastical writings.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μισθαποδοσία]], ἡ (ΑΜ) [[μισθαποδότης]]<br /><b>1.</b> [[καταβολή]] μισθού, [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> [[ανταμοιβή]], [[ανταπόδοση]]<br /><b>μσν.</b><br />θεϊκή [[ανταμοιβή]] στη μέλλουσα ζωή<br /><b>αρχ.</b><br />[[ποινή]], [[τιμωρία]] («πᾶσα [[παράβασις]] καὶ [[παρακοή]] ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», ΚΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A payment of wages, recompense, Ep.Hebr.2.2, 10.35.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, das Abtragen des schuldigen Lohnes, Soldgeben, Sold, N. T. Vgl. μισθοδοσία.
Greek (Liddell-Scott)
μισθᾰποδοσία: ἡ, ἀπόδοσις μισθοῦ, ἀμοιβή, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Β΄, 2, Ι΄, 35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
juste rétribution, salaire.
Étymologie: μισθαποδότης.
English (Strong)
from μισθαποδότης; requital (good or bad): recompence of reward.
English (Thayer)
μισθαποδοσιας, ἡ (μισθός and ἀποδίδωμι; cf. the μισθοδοσία of the Greek writings (Winer s Grammar, 24)), payment of wages due, recompense: of reward, Hebrews 2:2. (Several times in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
μισθαποδοσία, ἡ (ΑΜ) μισθαποδότης
1. καταβολή μισθού, αμοιβή
2. ανταμοιβή, ανταπόδοση
μσν.
θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή
αρχ.
ποινή, τιμωρία («πᾶσα παράβασις καὶ παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», ΚΔ).