λάλημα: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> bavardage, babil;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> bavard, causeur.<br />'''Étymologie:''' [[λαλέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> bavardage, babil;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> bavard, causeur.<br />'''Étymologie:''' [[λαλέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[λάλημα]]) [[λαλώ]]<br />[[ομιλία]], [[λόγος]], [[φλυαρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κελάδημα]] ή [[φωνή]] πτηνού («του πετεινού το [[λάλημα]]»)<br /><b>2.</b> [[ήχος]] μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα λαλήματα</i><br />τα [[λαλούμενα]], δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή [[ορχήστρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταλαλιά]] («καὶ ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς [[λάλημα]] εἰς πάντας τοὺς λαούς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> ύφος λόγου<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[φλύαρος]], ο [[φαφλατάς]] («σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων», <b>Ευρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A talk, prattle, Eub.109, Mosch.1.8. II prater, S.Ant.320; ποικίλων λαλημάτων E.Andr. [937]. 2 a person talked about, by-word, LXX 3 Ki.9.7, al. III style, Nausiph. 2.
German (Pape)
[Seite 9] τό, das Geschwätz, Mosch. 3, 8, u. Sp., auch = Geräusch, Eubul. Ath. VI, 229 a. – Als Schmähwort, der Schwätzer, οἴμ' ὡς λάλημα δῆλον ἐκπεφυκὸς εἶ Soph. Ant. 320; von Frauen, Eur. Andr. 938, im plur.
Greek (Liddell-Scott)
λάλημα: [λᾰ], τό, ὁμιλία, φλυαρία, Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1, Μόσχ. 1. 8. ΙΙ. φλύαρος ἄνθρωπος, Σοφ. Ἀντ. 320 (ἂν μὴ ἐσφ. γραφὴ ἀντὶ ἄλημα, ἴδε Δινδ.)˙ ποικίλων λαλημάτων Εὐρ. Ἀνδρ. 937. 2) ἄνθρωπος περὶ οὗ γίνεται συχνὸς λόγος ἐπὶ κακῷ, πρὸς ὄνειδος, Λατ. fabula, Ἑβδ. (Γ Βασιλ. Θ΄, 7, κ. ἀλλ.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 bavardage, babil;
2 p. ext. bavard, causeur.
Étymologie: λαλέω.
Greek Monolingual
το (AM λάλημα) λαλώ
ομιλία, λόγος, φλυαρία
νεοελλ.
1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («του πετεινού το λάλημα»)
2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου
3. στον πληθ. τα λαλήματα
τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή ορχήστρα
αρχ.
1. κατηγορία εναντίον κάποιου, καταλαλιά («καὶ ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς λάλημα εἰς πάντας τοὺς λαούς», ΠΔ)
2. ύφος λόγου
3. συνεκδ. ο φλύαρος, ο φαφλατάς («σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων», Ευρ.).