μεθάλλομαι: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(Autenrieth) |
(24) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=only aor. [[part]]., [[μετάλμενος]], springing [[after]] or [[upon]] a [[person]] or [[thing]], overtaking. (Il.) | |auten=only aor. [[part]]., [[μετάλμενος]], springing [[after]] or [[upon]] a [[person]] or [[thing]], overtaking. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεθάλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (για πολεμιστές) [[ορμώ]] [[κατεπάνω]], [[εφορμώ]], χυμάω («οὔτασε... [[μετάλμενος]] ὀζέϊ δουρί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αθλητικό αγώνα) [[πηδώ]] ή [[τρέχω]] [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]] («οὐκ ἔσθ' ὃς κὲ σ' ἕλησι [[μετάλμενος]] οὐδὲ παρέλθῃ»<br /><b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδικά από [[πλοίο]] σε [[πλοίο]]) [[πηδώ]] από ένα σε [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἅλλομαι]] «[[ορμώ]], [[χυμώ]], [[πηδώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
used by Hom. only in Ep. aor. part. μετάλμενος:—
A leap, rush upon, of warriors, οὔτασε . . μετάλμενος ὀξέϊ δουρί Il.5.336; οὔτασε δουρὶ μ. 14.443; Τρώεσσι μ. ἐν φόβον ὦρσε 13.362; of a lion, ἥρπαξε μ. 12.305, cf. Hld.10.30. 2 rush after, in a race, οὐκ ἔσθ' ὅς κέ σ' ἕλησι μ. Il.23.345. II leap from one ship to another in a sea-fight, ἐς ἀλλήλους App.BC5.120; spring from side to side, hither and thither, τᾷ καὶ τᾷ τὸν Ἔρωτα μετάλμενον Bion Fr.10.6, cf. Hld.6.14, Them.Or.22.269c.
German (Pape)
[Seite 111] (s. ἅλλομαι), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. μετάλμενος. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14.
Greek (Liddell-Scott)
μεθάλλομαι: ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. μετάλμενος· - ἐφάλλομαι, ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς πλοῖον, Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.
French (Bailly abrégé)
f. μεθαλοῦμαι ; part. ao. syncopé μετάλμενος, ion. p. *μεθάλμενος;
1 sauter, càd s’élancer à la suite de;
2 s’élancer sur ou contre : τινί sur qqn.
Étymologie: μετά, ἅλλομαι.
English (Autenrieth)
only aor. part., μετάλμενος, springing after or upon a person or thing, overtaking. (Il.)
Greek Monolingual
μεθάλλομαι (Α)
1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.)
2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ' ὃς κὲ σ' ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ»
Ομ. Ιλ.)
3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο) πηδώ από ένα σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἅλλομαι «ορμώ, χυμώ, πηδώ»].