μορόεις: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(Autenrieth) |
(25) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=εσσα, εν: [[doubtful]] [[word]], [[mulberry]]-colored, [[dark]]-hued. | |auten=εσσα, εν: [[doubtful]] [[word]], [[mulberry]]-colored, [[dark]]-hued. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μορόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος με πολύ κόπο και [[τέχνη]] («τρίγληνα μορόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μορόεις]] στη φρ. <i>ἕρματα τρίγληνα μορόεντα</i> (Ιλ. Ξ 183 και Οδ. σ. 298) ερμηνεύθηκε ως «σκουλαρίκια με [[τρία]] πετράδια που μοιάζουν με [[μούρα]]», [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το [[μόρον]] «[[μούρο]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. παράγεται από [[μόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>) και ερμηνεύθηκε ως «αυτός που κατασκευάστηκε με κόπο». Η λ. χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς και ως επιθ. του <i>τείχη</i> «όπλα»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, epith. of ear-rings,
A ἕρματα . . τρίγληνα μορόεντα Il.14.183, Od.18.298; expld. by Hsch., and Eust.976.40, as wrought with much pains (cf. μορέω), in which sense it is used of τεύχη, Q.S. 1.152; by Apollon.Lex. as ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα; perh. from μόρον, clustering like mulberries. II (μόρος) fatal, deadly, ποτόν Nic.Al.130, 136; μορόεντος ἐλαίης, dub. sens., Id.Al.455.
German (Pape)
[Seite 208] εσσα, εν, nur Il. 14, 183 u. Od. 18, 298, ἕρματα, τρίγληνα μορόεντα, wo Schol. auch als v. l. ἀμορόεντα erwähnen, Ohrgehänge von mühevoller, sorgfältiger Arbeit, wie die Alten meist erklären: πεπονημένα τῇ κατασκευῇ, μετὰ πολλοῦ μόρου καὶ κακοπαθείας γινόμενα, u. wonach μορόεντα τεύχη, Qu. Sm. 1, 152, μορόεν ποτόν, Nic. Al. 129. 135 (Schol. πολυέψητον ἢ μορίδιον), auch μορόεντος (für μοροέσσης) ἐλαίης, 455, gesagt ist. Andere wollten es auf μείρω, μέρος zurückführen und es enger zu τρίγληνα ziehen, aus drei Stücken, drei Bommeln, oder, wie Ernesti, es von μόρον ableiten, maulbeerfarbig, od. überh. (vgl. μαίρω) helf schimmernd, glänzend übersetzen. Die Erkl. des Apoll. L. H., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα, bezieht sich vielleicht auf die v. l. ἀμορόεντα, obwohl Schol. a. a. D. das α für ein ἐπιτατικόν erklären u. die Form überh. verwerfen. –. Auch = μόριος, fatalis, Nic. Al. 589, Schol. κακοποιός, μόρον ἄγων.
Greek (Liddell-Scott)
μορόεις: εσσα, εν, ἐν Ἰλ. Ξ. 183, Ὀδ. Σ. 298, ἐπίθ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα... τρίγληνα, μορόεντα, εἰργασμένα μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ δεξιότητος, «μετὰ πολλοῦ καμάτου πεπονημένα» κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ., Εὐστ., 976. 40 (ὥστε ἡ ῥίζα θὰ εἶναι ΜΕΡ, μέριμνα): κατὰ τὸ Ἀπολλ. Λεξ., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα. ΙΙ. ἐκ τοῦ μόρος, ὡς τὸ μόριος, προωρισμένος, πεπρωμένος, Λατ. fatalis, ἰδίως θανατηφόρος, ὀλέθριος, ὡς ἑρμηνεύεται ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 130, 136, 582, Κόϊντ. Σμ. 1. 152.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν,
1. péniblement, càd artistement travaillé, d’où précieux en gén. IL. 14.183, OD. 18.298, Q.S. 1.152;
2. funeste, NIC. Al. 129, 582.
Étymologie: μόρος.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: doubtful word, mulberry-colored, dark-hued.
Greek Monolingual
μορόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος με πολύ κόπο και τέχνη («τρίγληνα μορόεντα», Ομ. Ιλ.)
2. θανατηφόρος, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μορόεις στη φρ. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα (Ιλ. Ξ 183 και Οδ. σ. 298) ερμηνεύθηκε ως «σκουλαρίκια με τρία πετράδια που μοιάζουν με μούρα», οπότε η λ. συνδέεται με το μόρον «μούρο». Κατ' άλλη άποψη, η λ. παράγεται από μόρος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις) και ερμηνεύθηκε ως «αυτός που κατασκευάστηκε με κόπο». Η λ. χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς και ως επιθ. του τείχη «όπλα»].