νέννος: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />frère <i>ou</i> père de la mère.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> nana « mère, petite mère ». | |btext=ου (ὁ) :<br />frère <i>ou</i> père de la mère.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> nana « mère, petite mère ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νέννος]] και στον <b>Ησύχ.</b> και [[νάννας]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[αδελφός]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας, ο [[θείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[πατέρας]] της μητέρας, ο [[παππούς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νέννος]] (με αναδιπλασιασμό <i>νε</i>- και εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>ν</i>-) συνδέεται με αντίστοιχους τ. θηλ. γένους, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>nana</i> «[[μητέρα]]», περσ. <i>nana</i>, σερβοκροατ. <i>nana</i> «[[μητέρα]]», ρωσ. <i>njanja</i> «[[τροφός]]». Το λατ. <i>nonnus</i>, <i>nonna</i> «[[τροφός]]» στο χριστιανικό [[λεξιλόγιο]] έλαβε τη σημ. «[[μοναχός]], [[καλόγερος]]» και απαντά και στη νεοελλ. με τον τ. [[νόννος]], <i>νόννα</i> «[[παππούς]], [[γιαγιά]]» και <i>νον</i>(<i>ν</i>)<i>ός</i>, <i>νον</i>(<i>ν</i>)<i>ά</i> «[[ανάδοχος]]». Ο τ. εμφανίζεται και με [[φωνήεν]] -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νίν</i>[[ν]]<i>η</i> «[[μάμμη]], [[γιαγιά]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A mother's or father's brother, uncle, Eust.971.26; but, mother's brother, Poll.3.22, cf. IG12(3).1628 (Thera), cj. in Epigr. ap. Plu.2.1033e; or (in poetry), mother's father, Poll.3.16 (v.l. νόννος, q.v.); cf. νάννας, νίννη.
German (Pape)
[Seite 241] ὁ, auch νάννος, Mutter- oder Vaterbruder, Oheim, Poll. 3, 16. 22, Eust. 662.
Greek (Liddell-Scott)
νέννος: ὁ, ὁ πατρὸς ἢ μητρὸς ἀδελφός, θεῖος, κατὰ τὸν Εὐστ. 971. 26· ἀλλὰ κατὰ τὸν Πολυδ. Γ΄, 16, 22, ὁ πατρὸς ἢ μητρὸς πατὴρ (παρὰ τοῖς ποιηταῖς), δηλ. ὁ πάππος: παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται καὶ τύπος: νάννας, «νάνναν· τὸν τῆς μητρὸς ἢ τοῦ πατρὸς ἀδελφόν· οἱ δὲ τὴν τούτων ἀδελφήν»· - θηλ. νάννη· «μητρὸς ἀδελφὴ» θεία, παρὰ τῷ αὐτῷ· ἀλλὰ νίννη σημαίνει ἢ μάμμην ἢ πενθερὰν (Ἰταλ. nonna), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1994g (Nanâ = μήτηρ, μνημονεύεται ἐκ τῆς Rig-Veda ὑπὸ τοῦ Aufrecht.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
frère ou père de la mère.
Étymologie: DELG cf. skr. nana « mère, petite mère ».
Greek Monolingual
νέννος και στον Ησύχ. και νάννας, ὁ (ΑΜ)
ο αδελφός του πατέρα ή της μητέρας, ο θείος
αρχ.
ο πατέρας της μητέρας, ο παππούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νέννος (με αναδιπλασιασμό νε- και εκφραστικό διπλασιασμό του -ν-) συνδέεται με αντίστοιχους τ. θηλ. γένους, πρβλ. αρχ. ινδ. nana «μητέρα», περσ. nana, σερβοκροατ. nana «μητέρα», ρωσ. njanja «τροφός». Το λατ. nonnus, nonna «τροφός» στο χριστιανικό λεξιλόγιο έλαβε τη σημ. «μοναχός, καλόγερος» και απαντά και στη νεοελλ. με τον τ. νόννος, νόννα «παππούς, γιαγιά» και νον(ν)ός, νον(ν)ά «ανάδοχος». Ο τ. εμφανίζεται και με φωνήεν -ι- (πρβλ. νίννη «μάμμη, γιαγιά»)].