ὀβελίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petite broche à rôtir;<br /><b>2</b> monnaie de fer <i>ou</i> de cuivre qui portait l’empreinte d’une broche.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβελός]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petite broche à rôtir;<br /><b>2</b> monnaie de fer <i>ou</i> de cuivre qui portait l’empreinte d’une broche.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβελός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀβελίσκος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[οβελός]] («[[φέρε]] τοὺς ὀβελίσκους, ἵν' [[ἀναπείρω]] τὰς κίχλας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το οξύ [[άκρο]] [[κάθε]] αντικειμένου που έχει [[σχήμα]] παρόμοιο με τον οβελό, όπως μαχαιριού, ξίφους, ακοντίου κ.λπ. («ἔστι δὲ ταῡτα... βέλη Ρωμαίων σιδηροῡς ὀβελίσκους ἔχοντα», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[κωνικός]] [[τετράεδρος]] [[μονολιθικός]] [[κίονας]] που καταλήγει σε πυραμοειδή [[αιχμή]] και ο [[οποίος]] εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]] στην αρχαία Αίγυπτο στην είσοδο ναών και αργότερα σε τάφους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] του φάρου στο οποίο προσαρμόζεται το φωτιστικό [[σύστημα]], [[συνήθως]] αυτόματης λειτουργίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σιδερένιο ή χάλκινο [[νόμισμα]] που κατέληγε σε οξύ [[άκρο]] ή εικόνιζε [[λόγχη]]<br /><b>2.</b> [[καρφί]]<br /><b>3.</b> [[μοχλός]] θύρας, μεγάλο [[δοκάρι]] που έκλεινε την πόρτα<br /><b>4.</b> [[οχετός]] για [[αποχέτευση]] υδάτων («τῶν δ' ἐν τοῑς τείχεσιν όβελίσκων συμφραχθέντων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβελός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβελίσκος Medium diacritics: ὀβελίσκος Low diacritics: οβελίσκος Capitals: ΟΒΕΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: obelískos Transliteration B: obeliskos Transliteration C: oveliskos Beta Code: o)beli/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ὀβελός I,

   A small spit, skewer, Ar.Ach. 1007, Nu.178, V.354, Av.388, 672, Sotad. Com.1.10, X.HG3.3.7, Arist.Pol.1324b19, PEleph.5.2 (iii B. C.), etc.    2 pl., spits used as money, Plu.Lys.17, Fab.27 ; cf. ὀβολός fin.    3 nail, IG12.313.141 (prob.), 11(2).148.70 (Delos, iii B. C., pl.).    4 = subula, Gloss.    5 window bar, ib. (pl.).    II anything shaped like a spit : the blade of a two-edged sword, Plb.6.23.7 ; the iron head of the Roman pilum, D.H.5.46.    III obelisk, D.S.1.46, Str.17.1.27, Plin.HN36.64.    IV drainage-conduit, οἱ ἐν τοῖς τείχεσιν ὀ. D.S.19.45, cf. IG 9(1).692.14 (Corc., ii B. C.) ; so perh. περὶ τοῦ πιλῶνος (= πυλῶνος) καὶ τοὐβιλίσκου (= τοῦ ὀβελίσκου) PLond.2.391.2 (vi A. D.) ; cf. ὀβολίσκος 1.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, eigtl. dim. von ὀβελός, ein kleiner Spieß, Bratspieß; Ar. Nubb. 471 Av. 388 u. öfter; τῆς μαχαίρας, Pol. 6, 23, 7, die Degenklinge; auch von der eisernen Spitze am römischen pilum, D. Hal. 5, 46. – Nach Plut. Lys. 17 Fab. Max. 27 haben ὀβελίσκοι, νομίσματα σιδηρᾶ ἢ χαλκᾶ, entweder wirklich spießförmige od. mit einem Spieße geprägte Münzen, die Veranlassung zu dem Namen ὀβολός gegeben.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβελίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ὀβελός, μικρὸς ὀβελός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1007, Σφ. 354, Ὄρν. 388, 672, Ξεν., κτλ. 2) σιδηροῦν ἢ χαλκοῦν νόμισμα φέρον τὸν τύπον ὀβελοῦ, Πλουτ. Λύσ. 17, Φάβ. 27· πρβλ. ὀβολὸς ἐν τέλ. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ ἐργαλεῖον, τὸ σκέλος διαβήτου, Ἀριστοφ. Νεφ. 178· ξίφους λεπίς, Πολύβ. 6. 23, 7· ἡ σιδηρᾶ αἰχμὴ τοῦ Ρωμ. pilum, Διον. Ἁλ. 5. 46. ΙΙΙ. = ὀβελὸς Ι. 2, τετράγωνος στήλη εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b. 14, Πλίν. 36. 14-16· πρβλ. Zoëga de Obeliscis (Romae 1797).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 petite broche à rôtir;
2 monnaie de fer ou de cuivre qui portait l’empreinte d’une broche.
Étymologie: ὀβελός.

Greek Monolingual

ο (Α ὀβελίσκος)
1. μικρός οβελόςφέρε τοὺς ὀβελίσκους, ἵν' ἀναπείρω τὰς κίχλας», Αριστοφ.)
2. το οξύ άκρο κάθε αντικειμένου που έχει σχήμα παρόμοιο με τον οβελό, όπως μαχαιριού, ξίφους, ακοντίου κ.λπ. («ἔστι δὲ ταῡτα... βέλη Ρωμαίων σιδηροῡς ὀβελίσκους ἔχοντα», Διον. Αλ.)
3. κωνικός τετράεδρος μονολιθικός κίονας που καταλήγει σε πυραμοειδή αιχμή και ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Αίγυπτο στην είσοδο ναών και αργότερα σε τάφους
νεοελλ.
τμήμα του φάρου στο οποίο προσαρμόζεται το φωτιστικό σύστημα, συνήθως αυτόματης λειτουργίας
αρχ.
1. σιδερένιο ή χάλκινο νόμισμα που κατέληγε σε οξύ άκρο ή εικόνιζε λόγχη
2. καρφί
3. μοχλός θύρας, μεγάλο δοκάρι που έκλεινε την πόρτα
4. οχετός για αποχέτευση υδάτων («τῶν δ' ἐν τοῑς τείχεσιν όβελίσκων συμφραχθέντων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + υποκορ. κατάλ. -ίσκος].