ὀκταήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(T22)
(28)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὀκταημερον ([[ὀκτώ]], [[ἡμέρα]]), [[eight]] days [[old]]; [[passing]] the [[eighth]] [[day]]: [[περιτομή]] (cf. Winer s Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21; [[but]] [[περιτομή]]) [[ὀκταήμερος]], circumcised on the [[eighth]] [[day]], [[τεταρταῖος]]; (`the [[word]] denotes [[properly]], [[not]] [[interval]] [[but]] [[duration]]' ([[see]] Lightfoot on Philippians , the [[passage]] cited). Graecus Venetus, Genesis 17:12; ecclesiastical writings).
|txtha=ὀκταημερον ([[ὀκτώ]], [[ἡμέρα]]), [[eight]] days [[old]]; [[passing]] the [[eighth]] [[day]]: [[περιτομή]] (cf. Winer s Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21; [[but]] [[περιτομή]]) [[ὀκταήμερος]], circumcised on the [[eighth]] [[day]], [[τεταρταῖος]]; (`the [[word]] denotes [[properly]], [[not]] [[interval]] [[but]] [[duration]]' ([[see]] Lightfoot on Philippians , the [[passage]] cited). Graecus Venetus, Genesis 17:12; ecclesiastical writings).
}}
{{grml
|mltxt=και [[οχταήμερος]], -η, -ο (ΑΜ [[ὀκταήμερος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται [[κατά]] την όγδοη [[ημέρα]] («[[ὀκταήμερος]] [[περιτομή]]», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[οκτώ]] ημέρες (α. «[[οκταήμερος]] [[πόλεμος]]» β. «οκταήμερη [[προθεσμία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οκταήμερο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[οκτώ]] ημερών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο ηλικίας [[οκτώ]] ημερών<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οκταήμερα</i><br /><b>εκκλ.</b> η όγδοη [[ημέρα]] [[μετά]] από μια [[εορτή]] («τα οκταήμερα τών δεσποτικών εορτών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-[[ήμερος]])].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταήμερος Medium diacritics: ὀκταήμερος Low diacritics: οκταήμερος Capitals: ΟΚΤΑΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: oktaḗmeros Transliteration B: oktaēmeros Transliteration C: oktaimeros Beta Code: o)ktah/meros

English (LSJ)

ον,

   A eight days old, Ep.Phil.3.5.

German (Pape)

[Seite 317] achttägig, am achten Tage, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκταήμερος: -ον, ὁ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν, περιτομὴ ὀκταήμερος Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππησ. γ΄, 5· - ὀκταήμερον, τό, παρ’ Ἐκκλησ., ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τινος ἑορτῆς, τὰ ὀκταήμερα τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν Τυπικ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de huit jours ; du huitième jour.
Étymologie: ὀκτώ, ἡμέρα.

English (Strong)

from ὀκτώ and ἡμέρα; an eight-day old person or act: the eighth day.

English (Thayer)

ὀκταημερον (ὀκτώ, ἡμέρα), eight days old; passing the eighth day: περιτομή (cf. Winer s Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21; but περιτομή) ὀκταήμερος, circumcised on the eighth day, τεταρταῖος; (`the word denotes properly, not interval but duration' (see Lightfoot on Philippians , the passage cited). Graecus Venetus, Genesis 17:12; ecclesiastical writings).

Greek Monolingual

και οχταήμερος, -η, -ο (ΑΜ ὀκταήμερος, -ον)
αυτός που γίνεται κατά την όγδοη ημέραὀκταήμερος περιτομή», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί οκτώ ημέρες (α. «οκταήμερος πόλεμος» β. «οκταήμερη προθεσμία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκταήμερο
χρονικό διάστημα οκτώ ημερών
νεοελλ.-μσν.
1. ο ηλικίας οκτώ ημερών
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκταήμερα
εκκλ. η όγδοη ημέρα μετά από μια εορτή («τα οκταήμερα τών δεσποτικών εορτών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἡμέρα (πρβλ. τετρα-ήμερος)].