ὀμφακίτης: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />le dieu du raisin vert (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ὄμφαξ]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />le dieu du raisin vert (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ὄμφαξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀμφακίτης]], Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)<br />αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του σιδήρου και του μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και [[νάτριο]] και ανήκει στην [[ομάδα]] τών πυροξένων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[οίνος]] που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, [[ομφακίας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως επίθ.</b> άγουρη («ὀμφακῑτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[κηκίδα]] του δένδρου [[δρυς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀμφακίτης]] [[λίθος]]» — [[ονομασία]] ενός πράσινου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμφαξ]], -<i>ακος</i> «άγουρο [[σταφύλι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> [[καπνίτης]] / -<i>ῖτις</i>, [[μηλίτης]] / -<i>ῖτις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ] (sc. οἶνος), ὁ,
A = ὀμφακίας, Dsc.5.6 ; epith. of Dionysus, Ael.VH3.41 ; λίθος, name of a green stone, prob. for ὀμφατίτης in Gal.12.207 :—fem. ὀμφᾰκ-ῖτις, ιδος, as Adj., unripe, ἐλαίη Hp.Mul.2.195 : as Subst., Aleppo gall, gall of Quercus infectoria, Dsc.1.107, Gal.8.114.
German (Pape)
[Seite 343] ὁ, = ὀμφάκινος, οἶνος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰκίτης: (δηλ. οἶνος), ὁ = ὀμφακίας, Διοσκ. 5. 12· 33· - ὀμφακίτης κηκίς, εἶδος κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
le dieu du raisin vert (Bacchus).
Étymologie: ὄμφαξ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)
αργιλοπυριτικό ορυκτό του σιδήρου και του μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων
μσν.-αρχ.
οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας
αρχ.
1. προσωνυμία του Διονύσου
2. το θηλ. ως επίθ. άγουρη («ὀμφακῑτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η κηκίδα του δένδρου δρυς
4. φρ. «ὀμφακίτης λίθος» — ονομασία ενός πράσινου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. καπνίτης / -ῖτις, μηλίτης / -ῖτις)].