παθητός: Difference between revisions
(T21) |
(30) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=παθητη, παθητον ([[πάσχω]], [[παθεῖν]]);<br /><b class="num">1.</b> passible (Latin patibilis, [[Cicero]], de nat. deor. 3,12, 29), endued [[with]] [[capacity]] of [[suffering]], [[capable]] of [[feeling]]; [[often]] in [[Plutarch]], as παθητον [[σῶμα]].<br /><b class="num">2.</b> [[subject]] to the [[necessity]] of [[suffering]], [[destined]] to [[suffer]] (Vulg. passibilis): [[παθητός]] [[compare]] the [[similar]] [[language]] of Justin Martyr, dialog contra Trypho, chapters 36,39, 52,68, 76,89); cf. Winer s Grammar, 97 (92); (Buttmann, 42 (37)); (so in ecclesiastical writings [[also]], cf. Otto's Justin, Greek [[index]] [[under]] the [[word]]; Christ is said to be [[παθητός]] and [[ἀπαθής]] in Ignatius ad Ephesians 7,2 [ET]; ad Polycarp, 3,2 [ET]). | |txtha=παθητη, παθητον ([[πάσχω]], [[παθεῖν]]);<br /><b class="num">1.</b> passible (Latin patibilis, [[Cicero]], de nat. deor. 3,12, 29), endued [[with]] [[capacity]] of [[suffering]], [[capable]] of [[feeling]]; [[often]] in [[Plutarch]], as παθητον [[σῶμα]].<br /><b class="num">2.</b> [[subject]] to the [[necessity]] of [[suffering]], [[destined]] to [[suffer]] (Vulg. passibilis): [[παθητός]] [[compare]] the [[similar]] [[language]] of Justin Martyr, dialog contra Trypho, chapters 36,39, 52,68, 76,89); cf. Winer s Grammar, 97 (92); (Buttmann, 42 (37)); (so in ecclesiastical writings [[also]], cf. Otto's Justin, Greek [[index]] [[under]] the [[word]]; Christ is said to be [[παθητός]] and [[ἀπαθής]] in Ignatius ad Ephesians 7,2 [ET]; ad Polycarp, 3,2 [ET]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παθητός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έπαθε, που υπέστη [[κάτι]] που υπέφερε<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[πάθος]], («τὸ θνητὸν και παθητὸν ἀποβαλόντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον Ιησού Χριστό) ο προορισμένος να υποφέρει<br /><b>4.</b> αυτός που υπόκειται σε εξωτερικές επιδράσεις, αλλοιώσεις, μεταβολές, ο [[μεταβλητός]]<br /><b>5.</b> αυτός που υφίσταται τις επιδράσεις τών ενεργειών άλλων, [[χωρίς]] να μπορεί ή να θέλει ν' αντιδράσει, [[παθητικός]]<br /><b>6.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από κάποια νόσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]] [[κατά]] τα ρημ. επιθ. σε -<i>τός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A one who has suffered, Men.Mon.457. II subject to suffering, Act.Ap.26.23; τὸ θνητὸν καὶ π. Plu.Pel.16, cf. Num.8. 2 liable to external influence or change, opp. ἀπαθής, Arist. Mu.392a33; π. καὶ μεριστόν Plot.6.4.8; passive, opp. δραστήριος, Ph. 1.2; νοῦς ἐστι π. καὶ μεριστός Olymp. in Phd.p.101 N.; but ὁ νοῦς ἀπαθής, ἡ δὲ γένεσις π. Dam.Pr.414, cf. Ph.1.176. 3 Medic., diseased, affected, στεφάνη PMed.Strassb.p.8.
German (Pape)
[Seite 437] dem Leiden, den Leidenschaften ausgesetzt, Plut. oft; τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν ἀποβαλόντες, Pelop. 16, vgl. Num. 8; Ggstz ἀπαθής, plac. phil. 2, 6, wie S. Emp. adv. phys. 2, 311.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰθητός: -ή, -όν, ὁ παθών, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 457. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς πάθος ἢ πάθημα, (τὸ τοῦ Κικέρωνος, patibilis, N. D. 3. 12), τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν Πλουτ. Πελοπ. 16, πρβλ. Νουμ. 8. β) ἐπὶ τοῦ Σωτῆρος, ὁ προωρισμένος νὰ πάθῃ, Πράξ. Ἀπ. κϚ΄, 23· ἀλλά τινες ἡρμήνευσαν τὴν λέξιν ἀποδόντες εἰς αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἣν ἔχει παρὰ Πλουτ., διὸ καὶ ὠνομάσθησαν παθητολάτραι, Εὐσ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 106. 14. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς μεταβολὰς καὶ ἀλλοιώσεις, ἀντίθ. τῷ ἀπαθής, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
accessible aux impressions extérieures, impressionnable.
Étymologie: adj. verb. de πάσχω.
English (Strong)
from the same as πάθημα; liable (i.e. doomed) to experience pain: suffer.
English (Thayer)
παθητη, παθητον (πάσχω, παθεῖν);
1. passible (Latin patibilis, Cicero, de nat. deor. 3,12, 29), endued with capacity of suffering, capable of feeling; often in Plutarch, as παθητον σῶμα.
2. subject to the necessity of suffering, destined to suffer (Vulg. passibilis): παθητός compare the similar language of Justin Martyr, dialog contra Trypho, chapters 36,39, 52,68, 76,89); cf. Winer s Grammar, 97 (92); (Buttmann, 42 (37)); (so in ecclesiastical writings also, cf. Otto's Justin, Greek index under the word; Christ is said to be παθητός and ἀπαθής in Ignatius ad Ephesians 7,2 [ET]; ad Polycarp, 3,2 [ET]).
Greek Monolingual
παθητός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έπαθε, που υπέστη κάτι που υπέφερε
2. αυτός που υπόκειται σε πάθος, («τὸ θνητὸν και παθητὸν ἀποβαλόντας», Πλούτ.)
3. (για τον Ιησού Χριστό) ο προορισμένος να υποφέρει
4. αυτός που υπόκειται σε εξωτερικές επιδράσεις, αλλοιώσεις, μεταβολές, ο μεταβλητός
5. αυτός που υφίσταται τις επιδράσεις τών ενεργειών άλλων, χωρίς να μπορεί ή να θέλει ν' αντιδράσει, παθητικός
6. αυτός που έχει προσβληθεί από κάποια νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος κατά τα ρημ. επιθ. σε -τός].