πάγκοινος: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(SL_2)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πάγκοινος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[open]] to [[all]] “[[δεῦρο]] πάγκοινον ἐς χώραν [[ἴμεν]]” [[Olympia]] (O. 6.63) ἀπήμονα [[εἰς]] ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ [[πότνια]], πάγκοινον [[τέρας]] i. e. [[that]] [[all]] [[have]] [[seen]], viz. the [[eclipse]] of the [[sun]] at [[Thebes]] Πα. . 1. [[φθέγμα]] μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου [[ἀνδρός]] i. e. [[that]] [[all]] [[may]] [[hear]] fr. 188.
|sltr=[[πάγκοινος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[open]] to [[all]] “[[δεῦρο]] πάγκοινον ἐς χώραν [[ἴμεν]]” [[Olympia]] (O. 6.63) ἀπήμονα [[εἰς]] ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ [[πότνια]], πάγκοινον [[τέρας]] i. e. [[that]] [[all]] [[have]] [[seen]], viz. the [[eclipse]] of the [[sun]] at [[Thebes]] Πα. . 1. [[φθέγμα]] μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου [[ἀνδρός]] i. e. [[that]] [[all]] [[may]] [[hear]] fr. 188.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[πάγκοινος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο [[κοινός]] σε όλους (α. «πάγκοινη [[πανήγυρη]]» β. «[[πάγκοινος]] [[χώρα]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γνωστός]], ο [[φανερός]] σε όλους, κοινότατος, [[πασίγνωστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> κοινότατος, [[συνηθισμένος]], [[τετριμμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο μετέχουν όλοι («ἄν μὴ [[ἀνάγκη]] καταλάβῃ παγκοίνου στρατείας», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγκοίνως</i> και <i>πάγκοινα</i> (Α παγκοίνως)<br />κοινότατα, σε όλους («έγινε παγκοίνως γνωστό»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοινός]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκοινος Medium diacritics: πάγκοινος Low diacritics: πάγκοινος Capitals: ΠΑΓΚΟΙΝΟΣ
Transliteration A: pánkoinos Transliteration B: pankoinos Transliteration C: pagkoinos Beta Code: pa/gkoinos

English (LSJ)

ον,

   A common to all, νοσήματα Hp.Aër.2, Gal.17(1).2; π. σοφισταί Poll.4.43: mostly poet., π. χώρα, of Olympia, Pi.O.6.63; παγκοίνοις . . Δηοῦς ἐν κόλποις, of Eleusis, S.Ant.1120 (lyr.); πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i.e. by death, A.Th.608; ἐξ Ἅιδου παγκοίνου λίμνας S.El. 138 (lyr.); ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, E. Tr.425; π. τέρας Pi.Pae.9.10; στάσις π. all the band together, A.Ch.458 (lyr.). Adv. -νως Man.4.506.

German (Pape)

[Seite 435] Allen gemeinsam, allgemein; χώρα, Pind. Ol. 6, 63; πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ 'δάμη, Aesch. Spt. 590; στάσις, Ch. 451; ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας, Soph. El. 136; παγκοίνοις Δηοῦς ἐν κόλποις, Ant. 1106; ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς, Eur. Troad. 825. – Adv. παγκοίνως, Maneth. 4, 506.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκοινος: -ον, κοινὸς εἰς πάντας, κοινότατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, π. χώρα, ἡ Ὀλυμπία, Πινδ. Ο. 6. 107· παγκοίνοις .. Δηοῦς ἐν κόλποις, ἐπὶ τῆς Ἐλευσῖνος, Σοφ. Ἀντιγ. 1119· πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. τῷ θανάτῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 608· ἐξ Ἄιδου παγκοίνου λίμνας Σοφ. Ἠλ. 138· ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς, ἀπέχθημα κοινὸν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, Εὐρ. Τρῳ. 425· π. στάσις Αἰσχύλ. Χο. 459· Ἐπίρρ., -νως, Μανέθων 4. 506.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
commun à tous.
Étymologie: πᾶς, κοινός.

English (Slater)

πάγκοινος, -ον
   1 open to allδεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμενOlympia (O. 6.63) ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. that all have seen, viz. the eclipse of the sun at Thebes Πα. . 1. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός i. e. that all may hear fr. 188.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ πάγκοινος, -ον)
1. αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο κοινός σε όλους (α. «πάγκοινη πανήγυρη» β. «πάγκοινος χώρα», Πίνδ.)
2. ο γνωστός, ο φανερός σε όλους, κοινότατος, πασίγνωστος
νεοελλ.
μτφ. κοινότατος, συνηθισμένος, τετριμμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο μετέχουν όλοι («ἄν μὴ ἀνάγκη καταλάβῃ παγκοίνου στρατείας», Αισχύλ.).
επίρρ...
παγκοίνως και πάγκοινα (Α παγκοίνως)
κοινότατα, σε όλους («έγινε παγκοίνως γνωστό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κοινός.