παρεξάγω: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=conduire à travers.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξάγω]]. | |btext=conduire à travers.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξάγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[εξάγω]]<br /><b>1.</b> άγω, [[οδηγώ]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] ή [[μακριά]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[παροδηγώ]], [[παραπλανώ]], [[αποπλανώ]] («πολλῇσίν μ' ἄτῃσι [[παρέκ]] νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξάγω]], [[εξέλκω]] («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.)<br /><b>4.</b> [[υπερέχω]], [[εξέχω]], [[υπερτερώ]] («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς ἱερωσύνης τιμήματι τὸν Ἰούδαν παρεξάγοντος», <b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰγ],
A lead past, c. acc. loci, v.l. in Hdt.4.158. II mislead, παρὲκ Ζηνὸς νόον ἤγαγε h.Ven.36, so perh. in Il.10.391 ; v. παρέκ A. 11.1.
German (Pape)
[Seite 516] (ἄγω), daneben herausführen, daran vorbeiführen, verführen; als tmesis rechnen Einige hierher παρὲκ νόον ἤγαγεν, Il. 10, 391. – Bei Her. v. l. für παράγειν, 4, 158. – Bei Sp. auch intrans., dem Feinde mit Heeresmacht entgegengehen.
Greek (Liddell-Scott)
παρεξάγω: ἄγω ἢ ὁδηγῶ παρά τι ἢ πέραν αὐτοῦ, μετ’ αἰτ. τόπου, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 4, 158 ἀντὶ παράγω· παροδηγῶ, παραπλανῶ, εἰς ὃ ἀναφέρεται ἡ Ὁμηρικὴ φράσις: παρὲκ νόον ἀγαγεῖν Ἰλ. Κ. 391, Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 36· ἴδε παρὲκ Β. 2) ὑπερέχω, ἐξέχω, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 372C.
French (Bailly abrégé)
conduire à travers.
Étymologie: παρά, ἐξάγω.
Greek Monolingual
ΜΑ εξάγω
1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι
2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ' ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)
3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.)
4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς ἱερωσύνης τιμήματι τὸν Ἰούδαν παρεξάγοντος», Ευστ.).