πασσαλεύω: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(eksahir) |
(31) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[colgar]] | |esgtx=[[colgar]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πατταλεύω]], ΜΑ [[πάσσαλος]]<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με τα μάτια) [[προσηλώνω]], [[καρφώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μπήγω]] [[κάτι]] σαν πάσσαλο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. παττ-,
A peg, pin, or fasten to, λαβών νιν . . π. πρὸς πέτραις ib.56 ; λάφυρα . . δόμοις ἐπασσάλευσαν Id.Ag.579 ; ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις E.Ba.1214. 2 drive in like a peg or bolt, σφηνὸς . . γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. A.Pr.65.
German (Pape)
[Seite 532] att. πατταλεύω, annageln, anheften, Aesch. Prom. 56. 65 Eur. Rhes. 180 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πασσᾰλεύω: Ἀττ. παττ-, διὰ πασσάλων καρφώνω, στερεώνω, λαβὼν νιν ... π. πρὸς πέτραις Αἰσχύλ. Πρ. 56· λάφυρα δόμοις ἐπασσάλευσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 579· ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις τόδε λέοντος, ὃν πάρειμι θηράσασ’ ἐγὼ Εὐρ. Βάκχ. 1214. 2) ἐμπήγνυμι ὡς πάσσαλον, σφηνὸς ... γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. Αἰσχύλ. Πρ. 65.
French (Bailly abrégé)
néo-att. πατταλεύω;
1 fixer avec un clou, clouer τινά τινι, πρός τινι, ἐπί τινι qqn sur qch;
2 p. ext. enfoncer comme un clou, acc..
Étymologie: πάσσαλος.
Spanish
Greek Monolingual
και πατταλεύω, ΜΑ πάσσαλος
μσν.
(σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω
αρχ.
1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.)
2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο.