πέριξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(T22)
(32)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(on the formative or strengthening xi Ξ cf. Lob. Paralip., p. 131), adverb, from [[Aeschylus]] [[down]], [[round]] [[about]]: αἱ [[πέριξ]] πόλεις, the cities [[round]] [[about]], the circumjacent cities, Acts 5:16.
|txtha=(on the formative or strengthening xi Ξ cf. Lob. Paralip., p. 131), adverb, from [[Aeschylus]] [[down]], [[round]] [[about]]: αἱ [[πέριξ]] πόλεις, the cities [[round]] [[about]], the circumjacent cities, Acts 5:16.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>πρόθ.</b> [[γύρω]] από [[κάτι]] (α. «[[πέριξ]] του στρατοπέδου» β. «πύλαι δὲ ἐνεστᾱσι [[πέριξ]] τοῡ τείχους [[ἑκατόν]]», η<br />ρόδ.)<br /><b>2.</b> (με άρθρ. ως επιθ. προσδ.) αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από [[κάτι]] (α. «πάμε στα [[πέριξ]]» β. «πάντων γε τῶν [[πέριξ]] ῥαδίως ἄρξειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επίρρ.</b> [[γύρω]] [[γύρω]], [[ολόγυρα]] («[[πέριξ]] ὑπορύσσοντες τὸ τεῑχος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[πέριξ]] [[χρόνος]]» — [[κάθε]] [[χρόνος]], [[εκτός]] από το [[παρόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-, με ουρανικό [[ένθημα]] -<i>κ</i>- και επιρρμ. κατάλ. -<i>ς</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέριξ Medium diacritics: πέριξ Low diacritics: πέριξ Capitals: ΠΕΡΙΞ
Transliteration A: périx Transliteration B: perix Transliteration C: periks Beta Code: pe/ric

English (LSJ)

strengthd. for περί, mostly Ion. Prose and Trag. (in latter usu. Adv.):    I Prep., round about, all round, c. gen., Hdt.1.179, 2.91, X.An.7.8.12, Epicur.Ep.2p.51U., etc.    2 rarely c. dat., E.Ph.710.    3 commonly c. acc., Hdt.1.196, 3.158, 4.36, al.: mostly before its case, but also after, ib.52,79, as also in A.Pers.368, dub. in E.HF243.    II Adv. round about, π. ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος Hdt.5.115 ; π. λαβεῖν ἄνθρωπον to surround him, ib.87; κύκλῳ π. A.Pers.418, dub. in S.Ant.1301, E.Andr.266 ; [Ὠκεανὸς] π. γᾶν ἀμπέχει Limen.10 : metaph., πᾶν π. φρονοῦντες circuitously, E.Andr. 448 : rare in Att. Prose, π. πολιορκεῖν Th.6.90; ὁ π. τόπος, οἱ π., Pl.Ti.62e, X.Cyr.1.5.2, cf. Epicur.Ep.2p.47U.; ὁ π. χρόνος, i.e. all times save the present, Arist.Int.16b18 ; τὸ π. ὕδωρ Thphr.Sens.26 ; later αἱ π. πόλεις Act.Ap.5.16 ; αἱ π. κῶμαι SIG880.44 (Pizus, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 584] 1) Praepos., bes. ion. u. p., ein verstärktes περί, rings herum; gew. c. acc., νῆσον Αἴαντος πέριξ, Aesch. Pers. 360; βωμὸν πέριξ νήσαντες ξύλα, Eur. Herc. F. 243; πέριξ τὸ τεῖχος, Her. 3, 158; ὠκεανὸν ῥέοντα πέριξ τὴν γῆν, 4, 36, vgl. 4, 180; – aber auch c. gen., πέριξ τοῦ ἱροῦ φοίνικες πεφύκασι, 2, 91, vgl. 4, 152. 1, 179, wie Xen. An. 7, 8, 12 u. Pol. 1, 45, 8; – zuweilen steht es dem Casus nach, τὴν πέριξ, Her. 4, 52. 79. – 2) Adv., ringsherum, νῆες κύκλῳ πέριξ ἔθεινον, Aesch. Pers. 410; βωμία πέριξ, = περὶ βωμόν, Soph. Ant. 1286; oft bei Eur.; πέριξ ὑπ ορύσσοντες τὸ τεῖχος, Her. 5, 115; πέριξ τινὰ λαμβάνειν, = περιλαμβάνειν, 5, 87, umfassen, wie Plat. Tim. 36 c; τὴν Πελοπόννησον πέριξ πολιορκοῦντες, Thuc. 6, 90; ὁ πέριξ τόπος, Plat. Tim. 62 d; τὰ πέριξ ἔθνη, Xen. Cyr. 1, 5, 2; einzeln bei Sp., wie Luc. amor. 12; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πέριξ: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τῆς περί, κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις καὶ τοῖς Τραγ. (παρ’ οἷς συνήθως ὡς ἐπίρρ.) Ι. ὡς πρόθ., ὁλόγυρά τινος, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 1. 179., 2. 91., 4. 152, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 8, 12, κτλ. 2) σπανίως μετὰ δοτ., Εὐρ. Φοίν. 710. 3) συνηθέστατα μετ’ αἰτ., πέριξ δὲ αὐτὰς ἵστατο ὅμιλος ἀνδρῶν Ἡρόδ. 1. 196., 3. 158., 4. 36, κ. ἀλλ. κατὰ τὸ πλεῖστον πρὸ τῆς οἰκείας πτώσεως, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ μετ’ αὐτήν, 4. 52, 79, ὡς καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πέρσ. 368, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 234. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ὁλόγυρα, π. ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 5. 115· πέριξ λαβεῖν ἄνθρωπον, κυκλῶσαι αὐτόν, 5. 87· κύκλῳ πέριξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 418, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1301, Εὐρ. Ἀνδρ. 266· μεταφορ., πᾶν πέριξ φρονοῦντες, πλάγια φρονοῦντες, οὐχὶ ὀρθὰ καὶ δίκαια, αὐτόθι 448· ― σπάνιον ἐν τῇ Ἀττικ. πεζογραφίᾳ, πέριξ πολιορκεῖν Θουκ. 6. 90· ὁ πέριξ τόπος, τὰ πέριξ ἔθνη Πλάτ. Τίμ. 62Ε, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 2· ὁ π. χρόνος, δηλ. πᾶς χρόνος πλὴν τοῦ παρόντος, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
1 adv. tout autour, alentour;
2 prép. autour de, avec le gén. ou l’acc. et dev. son rég. ; poét. et qqf en prose ion. après son rég.
Étymologie: περί.

English (Strong)

adverb from περί; all around, i.e. (as an adjective) circumjacent: round about.

English (Thayer)

(on the formative or strengthening xi Ξ cf. Lob. Paralip., p. 131), adverb, from Aeschylus down, round about: αἱ πέριξ πόλεις, the cities round about, the circumjacent cities, Acts 5:16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. πρόθ. γύρω από κάτι (α. «πέριξ του στρατοπέδου» β. «πύλαι δὲ ἐνεστᾱσι πέριξ τοῡ τείχους ἑκατόν», η
ρόδ.)
2. (με άρθρ. ως επιθ. προσδ.) αυτός που βρίσκεται γύρω από κάτι (α. «πάμε στα πέριξ» β. «πάντων γε τῶν πέριξ ῥαδίως ἄρξειν», Ξεν.)
αρχ.
1. επίρρ. γύρω γύρω, ολόγυραπέριξ ὑπορύσσοντες τὸ τεῑχος», Ηρόδ.)
2. φρ. «ὁ πέριξ χρόνος» — κάθε χρόνος, εκτός από το παρόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-, με ουρανικό ένθημα -κ- και επιρρμ. κατάλ. -ς].