προκηρύσσω: Difference between revisions
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(T21) |
(34) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist participle προκηρυξας; [[perfect]] [[passive]] participle προκεκηρυγμενος;<br /><b class="num">1.</b> to [[announce]] or [[proclaim]] by [[herald]] [[beforehand]] ([[Xenophon]], resp. Lac. 11,2; [[Isaeus]], p. 60,2; [[Polybius]], Josephus, [[Plutarch]], others).<br /><b class="num">2.</b> [[universally]], to [[announce]] [[beforehand]] (of the [[herald]] [[himself]], [[Sophocles]] El. 684): Ἰησοῦν Χριστόν, i. e. his [[advent]], works, and sufferings, [[passive]], τί, Ἰερεμίας τά μέλλοντα τῇ πόλει [[δεῖνα]] προεκηρυξεν, Josephus, Antiquities 10,5, 1). | |txtha=1st aorist participle προκηρυξας; [[perfect]] [[passive]] participle προκεκηρυγμενος;<br /><b class="num">1.</b> to [[announce]] or [[proclaim]] by [[herald]] [[beforehand]] ([[Xenophon]], resp. Lac. 11,2; [[Isaeus]], p. 60,2; [[Polybius]], Josephus, [[Plutarch]], others).<br /><b class="num">2.</b> [[universally]], to [[announce]] [[beforehand]] (of the [[herald]] [[himself]], [[Sophocles]] El. 684): Ἰησοῦν Χριστόν, i. e. his [[advent]], works, and sufferings, [[passive]], τί, Ἰερεμίας τά μέλλοντα τῇ πόλει [[δεῖνα]] προεκηρυξεν, Josephus, Antiquities 10,5, 1). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ και προκηρύχνω Ν και προκηρύττω Α<br />[[διακηρύσσω]], [[ανακοινώνω]] μέσω κήρυκα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναγγέλλω]] [[επίσημα]] και [[δημόσια]] [[κάτι]] που πρόκειται να γίνει, ώστε να κάνουν οι ενδιαφερόμενοι τις απαραίτητες ενέργειες («προκηρύχθηκε [[διαγωνισμός]] για [[δέκα]] θέσεις υπαλλήλων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαλαλώ]] [[κάτι]] [[προς]] [[πώληση]]<br /><b>2.</b> [[εκθέτω]] σε [[δημοπρασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηρύσσω]] (<span style="color: red;"><</span> [[κῆρυξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. προκηρύττω,
A proclaim by herald, proclaim publicly, S. Ant.461, Is.6.37, etc.: c. inf., π. ὠνεῖσθαι τὸν βουλόμενον Arist.Oec. 1350a20; π. οἱ ἔφοροι κείρεσθαι Plu.Cleom.9: c. acc. rei, δρόμον π. S.El.684; ταῦτα Id.Ant.34; π. στεφάνους τινί Plb.5.60.3; π. ἀγοράν Ael.VH4.1; advertise for sale, κατ' ἀγορὰν τὰ ὤνια Poll.8.103 (v.l.); put up to auction, γῆν PEleph.23.15 (iii B. C.):—Pass., POxy.2112.12 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 730] att. -ττω, vorher od. öffentlich durch den Herold ausrufen; ᾔσθετ' ἀνδρὸς ὀρθίων κηρυγμάτων δρόμον προκηρύξαντος, Soph. El. 674; Ant. 457; Isae. 6, 37 u. sonst bei Rednern; ἀγοράν, Ael. V. H. 4, 1; προκηρύξας αὐτοῖς στεφάνους ἐπ' ἀνδραγαθίᾳ, Pol. 5, 60, 3.
Greek (Liddell-Scott)
προκηρύσσω: Ἀττ. -ττω, διὰ κήρυκος διακηρύττω, δημοσίᾳ ἀγγέλλω, Σοφ. Ἀντ. 461, Ἰσαῖ. 60. 2, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., πρ. ὠνεῖσθαι τὸν βουλόμενον Ἀριστ. Οἰκ. 2. 23· οἱ ἔφοροι πρ. κείρεσθαι Πλουτ. Κλεομ. 9· μετ’ αἰτ. πράγμ., δρόμον πρ. Σοφ. Ἠλ. 684· ταῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 34· πρ. στεφάνους τινὶ Πολύβ. 5. 60, 3· πρ. ἀγορὰν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1· τὰ ὤνια κατ’ ἀγορὰν Πολυδ. Ηϳ, 103.
French (Bailly abrégé)
f. προκηρύξω, ao. προεκήρυξα, par contr. προὐκήρυξα;
1 faire annoncer par un héraut : τι qch;
2 publier ou annoncer en parl. d’un héraut, acc..
Étymologie: πρό, κηρύσσω.
English (Strong)
from πρό and κηρύσσω; to herald (i.e. proclaim) in advance: before (first) preach.
English (Thayer)
1st aorist participle προκηρυξας; perfect passive participle προκεκηρυγμενος;
1. to announce or proclaim by herald beforehand (Xenophon, resp. Lac. 11,2; Isaeus, p. 60,2; Polybius, Josephus, Plutarch, others).
2. universally, to announce beforehand (of the herald himself, Sophocles El. 684): Ἰησοῦν Χριστόν, i. e. his advent, works, and sufferings, passive, τί, Ἰερεμίας τά μέλλοντα τῇ πόλει δεῖνα προεκηρυξεν, Josephus, Antiquities 10,5, 1).
Greek Monolingual
ΝΑ και προκηρύχνω Ν και προκηρύττω Α
διακηρύσσω, ανακοινώνω μέσω κήρυκα
νεοελλ.
αναγγέλλω επίσημα και δημόσια κάτι που πρόκειται να γίνει, ώστε να κάνουν οι ενδιαφερόμενοι τις απαραίτητες ενέργειες («προκηρύχθηκε διαγωνισμός για δέκα θέσεις υπαλλήλων»)
αρχ.
1. διαλαλώ κάτι προς πώληση
2. εκθέτω σε δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηρύσσω (< κῆρυξ)].