πρόκριμα: Difference between revisions

From LSJ

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source
(T22)
(34)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=προκρίματος, τό ([[πρό]] and [[κρίμα]]), an [[opinion]] formed [[before]] the facts are [[known]], a prejudgment, a [[prejudice]], (Vulg. praejudicium): Suidas, [[under]] the [[word]]; (Athanasius, Apology contra Arian. 25 (i. 288a. Migne edition); Justinian [[manuscript]] 10,11, 8, § ἐ)).
|txtha=προκρίματος, τό ([[πρό]] and [[κρίμα]]), an [[opinion]] formed [[before]] the facts are [[known]], a prejudgment, a [[prejudice]], (Vulg. praejudicium): Suidas, [[under]] the [[word]]; (Athanasius, Apology contra Arian. 25 (i. 288a. Migne edition); Justinian [[manuscript]] 10,11, 8, § ἐ)).
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[προκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθετί]] που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αποτελούν [[πρόκριμα]] για τις επερχόμενες εκλογές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η εκ τών προτέρων [[κρίση]] ή [[απόφαση]] («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> προδικαστική [[απόφαση]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκρῐμα Medium diacritics: πρόκριμα Low diacritics: πρόκριμα Capitals: ΠΡΟΚΡΙΜΑ
Transliteration A: prókrima Transliteration B: prokrima Transliteration C: prokrima Beta Code: pro/krima

English (LSJ)

ατος, τό,

   A prejudgement, 1 Ep.Ti.5.21, Anon. ap. Suid., Greg.Cor. in Rh.7.1123 W.    2 = praejudicium, IG5(1).21 ii 7 (Sparta, ii A.D.), Mitteis Chr.88 ii 30 (ii A.D.), PFlor.68.13 (ii A.D.), Cod.Just.10.11.8.5.

German (Pape)

[Seite 731] τό, das Vorausentschiedene, das Vorurtheil, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκρῐμα: τό, ἡ ἐκ τῶν προτέρων κρίσις, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. ε΄, 21, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Ρήτορες (Walz) 7. 1123, ἔνθα ὑπάρχει καὶ τὸ ῥῆμα προκριματίζομαι, τιμωροῦμαι πρότερον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jugement porté d’avance, prévention.
Étymologie: προκρίνω.

English (Strong)

from a compound of πρό and κρίνω; a prejudgment (prejudice), i.e. prepossession: prefer one before another.

English (Thayer)

προκρίματος, τό (πρό and κρίμα), an opinion formed before the facts are known, a prejudgment, a prejudice, (Vulg. praejudicium): Suidas, under the word; (Athanasius, Apology contra Arian. 25 (i. 288a. Migne edition); Justinian manuscript 10,11, 8, § ἐ)).

Greek Monolingual

το, ΝΑ προκρίνω
νεοελλ.
καθετί που συντελεί στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης («τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης αποτελούν πρόκριμα για τις επερχόμενες εκλογές»)
αρχ.
1. η εκ τών προτέρων κρίση ή απόφαση («χωρὶς προκρίματος μηδὲν ποιῶν κατὰ πρόσκλισιν», ΚΔ)
2. προδικαστική απόφαση.