πρόλοβος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_14) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόλοβος''': ὁ, = πρηγορεών, ὁ πρῶτος [[στόμαχος]] τῶν πτηνῶν εἰς ὃν [[ἀκατέργαστος]] ἡ τροφὴ μένει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 28, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν [[μαλακίων]] λέγεται ὅτι ἔχουσι π. ὀρνιθώδη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 18. | |lstext='''πρόλοβος''': ὁ, = πρηγορεών, ὁ πρῶτος [[στόμαχος]] τῶν πτηνῶν εἰς ὃν [[ἀκατέργαστος]] ἡ τροφὴ μένει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 28, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν [[μαλακίων]] λέγεται ὅτι ἔχουσι π. ὀρνιθώδη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[γαστρικός]] [[θύλακος]] τών πτηνών, [[πίσω]] από την επινεφριδιακή αδενική [[κοιλία]], ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται για τη [[φύλαξη]] της τροφής [[προτού]] αυτή περάσει στο [[στομάχι]] και όπου αρχίζει το πρώτο [[στάδιο]] της πέψης, [[στάδιο]] που αναπληρώνει την [[έλλειψη]] δοντιών<br /><b>2.</b> το μυϊκό [[τμήμα]] του πρόσθιου εντέρου ορισμένων ασπονδύλων, ιδιαίτερα τών εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[θυρεοειδής]] [[χόνδρος]], το [[μήλο]] του Αδάμ<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόλοβος]] [[ὀρνιθώδης]]» — ο [[πρόλοβος]] τών [[μαλακίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λοβός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = πρηγορεών, crop of birds, e.g. of pigeons, Arist. HA508b28, PA674b31, LXXLe.1.16, al.; π. ὀρνιθώδης, of cuttle-fish, Arist.PA679b9, cf. HA524b10. II thyroid cartilage, Adam's apple, Poll.2.207.
German (Pape)
[Seite 733] ὁ, = προηγορεών, der Kropf der Hühner u. anderer Vögel, Arist. H. A. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
πρόλοβος: ὁ, = πρηγορεών, ὁ πρῶτος στόμαχος τῶν πτηνῶν εἰς ὃν ἀκατέργαστος ἡ τροφὴ μένει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 28, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν μαλακίων λέγεται ὅτι ἔχουσι π. ὀρνιθώδη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 18.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. γαστρικός θύλακος τών πτηνών, πίσω από την επινεφριδιακή αδενική κοιλία, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη φύλαξη της τροφής προτού αυτή περάσει στο στομάχι και όπου αρχίζει το πρώτο στάδιο της πέψης, στάδιο που αναπληρώνει την έλλειψη δοντιών
2. το μυϊκό τμήμα του πρόσθιου εντέρου ορισμένων ασπονδύλων, ιδιαίτερα τών εντόμων
αρχ.
1. ο θυρεοειδής χόνδρος, το μήλο του Αδάμ
2. φρ. «πρόλοβος ὀρνιθώδης» — ο πρόλοβος τών μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λοβός.