πρωτοτόκος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(Autenrieth) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[τίκτω]]): [[about]] to [[bear]] (‘[[come]] in’) [[for]] the [[first]] [[time]], of a [[heifer]], Il. 17.5†. | |auten=([[τίκτω]]): [[about]] to [[bear]] (‘[[come]] in’) [[for]] the [[first]] [[time]], of a [[heifer]], Il. 17.5†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο / [[πρωτοτόκος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, -ον, Α<br />(για γυναίκες [[αλλά]] και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη [[φορά]], ο [[πρωτόγεννος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτοτόκως</i> Μ<br />με τον πρώτο τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), Dor. πρᾱτοτόκος, ον,
A bearing or having borne her first-born, μήτηρ π., of a heifer, Il.17.5; αἴξ Theoc. 5.27; ὗς, ταὧς, Arist.HA546a12, 564a30; κύων Dsc.2.70.6; of women, Pl.Tht.151c,161a; νύμφη Orph.L.193. II proparox. πρωτότοκος, ον, Pass.,first-born, LXX Ge.22.21,al., Ev.Luc.2.7, PLips. 28.15 (iv A.D.), Man.3.9; τὰ π. τῶν προβάτων LXX Ge.4.4, cf. PMag. Osl.1.312; π. ἐγὼ ἢ σύ LXX 2 Ki.19.43. 2 metaph., π. πάσης κτίσεως Ep.Col.1.15; of Homer, opp. Nicander, AP9.213.
German (Pape)
[Seite 806] zuerst, zum ersten Male gebärend od. geboren habend; μήτηρ πρωτοτόκος, οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο, Il. 17, 5, von einer Kuh; – von Frauen; Plat. Theaet. 151 c; Maneth. 3, 9. – Aber mit verändertem Ton, πρωτότοκος, erstgeboren, Ep. ad. 567 (IX, 213).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοτόκος: Δωρ. πρᾰτοτόκος, ον, ἡ πρώτως τετοκυῖα, ἡ πρώτην φορὰν γεννήσασα, κοινῶς «πρωτάρα», πρ. μήτηρ, ἐπὶ δαμάλεως, Ἰλ. Ρ. 5· αἴξ Θεόκρ. 5. 27· ὗς, ταὧς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20., 6. 9, 2· ἐπὶ γυναικῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 151C, 161Α, Ἀνθ. Π. 8. 163, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτότοκος, ον, παθ., πρῶτος τεχθείς, ὁ πρῶτος γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 213, Καιν. Διαθ.· τὰ πρ. τῶν προβάτων Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 4)· πρ. ἢ σὺ οἱ αὐτ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 43). - Ἐπίρρ. πρωτοτόκως, Οἰκουμέν. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 119, σ. 20. - Ἰδὲ Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 538 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
adj. f.
qui met bas pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, τίκτω.
English (Autenrieth)
(τίκτω): about to bear (‘come in’) for the first time, of a heifer, Il. 17.5†.
Greek Monolingual
-ο / πρωτοτόκος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, -ον, Α
(για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος.
επίρρ...
πρωτοτόκως Μ
με τον πρώτο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].