πτίσσω: Difference between revisions
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
(SL_2) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πτίσσω]] πυθμένα πτίξεις (nullo sensu codd.: πτάξεις coni. Edmonds: ποθ' ἥξεις Wil.) fr. 207. | |sltr=[[πτίσσω]] πυθμένα πτίξεις (nullo sensu codd.: πτάξεις coni. Edmonds: ποθ' ἥξεις Wil.) fr. 207. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και πτίττω Α<br /><b>1.</b> [[εκλεπίζω]], [[αποφλοιώνω]], [[ξεφλουδίζω]] [[κριθάρι]] ή άλλα [[δημητριακά]]<br /><b>2.</b> [[κοπανίζω]] [[μέσα]] σε [[γουδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. λ., όρος της γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>peis</i>-/ <i>pis</i>- «[[λειανίζω]], [[συντρίβω]], [[κοπανίζω]], [[αλέθω]] σε [[γουδί]]» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>pi</i>-<i>na</i>-<i>sti</i> «[[συνθλίβω]]» (με έρρινο [[ένθημα]]), λατ. <i>pin</i>-<i>so</i> «[[κοπανίζω]]», <i>pistor</i> «[[μυλωνάς]]», <i>piso</i> «[[γουδί]]», λιθουαν. <i>paisaũ</i> «[[κοπανίζω]] σπόρους», [[καθώς]] και με τ. νεώτερων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pestle</i> «[[γουδοχέρι]]», ιταλ. <i>pestare</i> «[[κοπανίζω]]»). Ο ελλ. τ. [[πτίσσω]] εμφανίζει αρκτικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>πτ</i>- ([[αντί]] <i>π</i>-), το οποίο απαντά σε αρκετές ελλ. λ., <b>πρβλ.</b> [[πτέρνη]], [[πτύον]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πόλεμος]]) και κατάλ. -<i>σσω</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τα [[πάσσω]], [[πλάσσω]]. Ο αττ. τ. <i>πτίττω</i> δεν απαντά [[συχνά]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πτύσσω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
Pherecr.183, Ar.Fr.339, Att. πτίττω ib.271 (prob. l.), Luc.Herm.79, v.l. in Pherecr. l.c.: aor.
A ἔπτῐσα Hdt.2.92:—Pass., aor. ἐπτίσθην Gp.12.23.2, (περι-) Thphr.HP4.4.10: pf. ἔπτισμαι Hp.VM14, Arist.HA595b10:—winnow grain, Hp. l.c. (Pass.), Pherecr. l.c., etc.; πτισσουσῶν ᾠδή the song of women winnowing, Ar.Fr.339. II bray in a mortar, τὸ ἐκ μέσου τοῦ λωτοῦ Hdt. l.c., cf. D.L.9.59, Luc. l.c. (Cf. Lat. pinso, Skt. piná[snull ][tnull ]i 'pound'.)
German (Pape)
[Seite 810] fut. πτίσω, perf. pass. ἔπτισμαι, Gerste und andere Körner durch Stampfen enthülsen, schroten auf der Mühle, Arist. u. Folgde; Luc. Hermot. 79; übh. zerstampfen, zerschroten, Her. 2, 92; Diogen. L. epigr. (VII, 133). – Das alte Stammwort scheint πισσω zu sein, das lat. pinso, piso, davon πίτυρον.
Greek (Liddell-Scott)
πτίσσω: Φερεκ. ἐν Ἀδήλ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 267, 323· ἀόρ. ἔπτῐσα Ἡρόδ. 2. 92. - Παθητ., ἀόρ. ἐπτίσθην, (περι-) Θεόφρ.· - πρκμ. ἔπτισμαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 7, 1 (πρβλ. περιπτίσσω). Ἐκλεπίζω, ἀποφλοιῶ σῖτον, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Φερεκρ., κλπ.· πτισσουσῶν ᾠδή, ᾠδὴ ἣν ᾖδον αἱ εἰς τὴν ἐκλέπισιν ἢ τὸ καθάρισμα τῆς κριθῆς ἀπασχολούμεναι γυναῖκες, Ἀριστοφ. Ἀπομν. 323. ΙΙ. ἐκλεπίζω, ξεφλουδίζω, ἢ κοπανίζω ἐντὸς ὅλμου, τὸ ἐκ μέσου τοῦ λωτοῦ... πτίσαντες ποιεῦνται ἐξ αὐτοῦ ἄρτους ὀπτοὺς Ἡρόδ. 2. 92· - παρὰ Διογ. Λ. 9. 59, Λουκ. Ἑρμότ. 79, δέον νὰ ληφθῇ ἐν τῇ τελευταίᾳ ταύτῃ σημασίᾳ. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. pish (συντρίβω), ὅθεν pish-t-ka (χονδροκοπανιμένοι κόκκοι)· Λατ. pins-ere, pis-tor· Σλαυ. pis-eno (ἄλφιτον)· - ἡ συγγένεια τοῦ πίτυρον δὲν εἶναι τόσον φανερά, ὅρα Curt. Gr. Et. 365b.). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔπτισα, pf. inus.
Pass. pf. ἔπτισμαι;
piler ; broyer, concasser, écraser.
Étymologie: R. Πτισ, plier ; cf. lat. pinsere, pistor.
English (Slater)
πτίσσω πυθμένα πτίξεις (nullo sensu codd.: πτάξεις coni. Edmonds: ποθ' ἥξεις Wil.) fr. 207.
Greek Monolingual
και πτίττω Α
1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά
2. κοπανίζω μέσα σε γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος της γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα peis-/ pis- «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pi-na-sti «συνθλίβω» (με έρρινο ένθημα), λατ. pin-so «κοπανίζω», pistor «μυλωνάς», piso «γουδί», λιθουαν. paisaũ «κοπανίζω σπόρους», καθώς και με τ. νεώτερων γλωσσών (πρβλ. αγγλ. pestle «γουδοχέρι», ιταλ. pestare «κοπανίζω»). Ο ελλ. τ. πτίσσω εμφανίζει αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα πτ- (αντί π-), το οποίο απαντά σε αρκετές ελλ. λ., πρβλ. πτέρνη, πτύον (βλ. και λ. πόλεμος) και κατάλ. -σσω, πιθ. αναλογικά προς τα πάσσω, πλάσσω. Ο αττ. τ. πτίττω δεν απαντά συχνά (βλ. και λ. πτύσσω)].