Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥιπή: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(strοng)
(36)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ῥίπτω]]; a [[jerk]] (of the [[eye]], i.e. (by [[analogy]]) an [[instant]]): [[twinkling]].
|strgr=from [[ῥίπτω]]; a [[jerk]] (of the [[eye]], i.e. (by [[analogy]]) an [[instant]]): [[twinkling]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ῥιπή]], ΝΜΑ<br /><b>φρ.</b> «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» — ακαριαία, σε μια [[στιγμή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ταχεία]] [[βολή]] πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, [[αλλά]] συνεχή, [[πίεση]] της σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η [[πίεση]] της σκανδάλης («[[βολή]] [[κατά]] ριπάς»)<br /><b>2.</b> ομαδική [[βολή]] πυροβόλων όπλων («[[ριπή]] πυροβολαρχίας»)<br /><b>3.</b> [[πνοή]] ανέμου («ριπές θαλάσσιας αύρας»)<br /><b>4.</b> <b>(μετεωρ.)</b> <b>φρ.</b> «[[ριπή]] ανέμου» — [[αιφνίδιος]], [[σφοδρός]], μικρής διάρκειας [[άνεμος]], που δείχνει απότομη, [[σχεδόν]] στιγμιαία, [[αύξηση]] της βαρομετρικής πίεσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορμή]], [[φορά]], [[δύναμη]] με την οποία φέρεται ένα [[πράγμα]] που πέφτει ή εξακοντίζεται (α. «ῥιπὴ [[Διόθεν]] τεύχουσα φόβον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «βελέων [[ῥιπή]]», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ τέτυκται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> γρήγορη [[κίνηση]] και ο [[ήχος]] που παράγεται από αυτήν (α. «πτερύγων ῥιπαῑς ὑποσυρίζει», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ποδῶν ῥιπᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> ισχυρή, έντονη [[οσμή]] («[[ῥιπή]] οἴνου», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ῥιπὴ Ἀφροδίτης» — η [[ορμή]] του έρωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥιπ</i>- του [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i>].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑπή Medium diacritics: ῥιπή Low diacritics: ριπή Capitals: ΡΙΠΗ
Transliteration A: rhipḗ Transliteration B: rhipē Transliteration C: ripi Beta Code: r(iph/

English (LSJ)

ἡ, (ῥίπτω) poet. Noun,

   A swing or force with which anything is thrown, ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ . . τέτυκται as far as is the flight of a javelin, Il.16.589; λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς 12.462, Od.8.192; πέτριναι ῥ. E. Hel.1123 (lyr.); βελέων ῥ. Pi.N.1.68; ὑπὸ ῥιπῆς . . Βορέαο the sweep or rush of the N. wind, Il.15.171, 19.358, cf. B.5.46; κυμάτων ῥιπαὶ ἀνέμων τε Pi.P.4.195, cf. Parth.2.20, Fr.88.2; ῥ. ἀνέμων Id.P.9.48, S.Ant.137 (lyr., here metaph. of gusts of passion, cf. 930); ῥ. Διόθεν τεύχουσα φόβον storm, A.Pr.1089 (anap.), cf. A.R.1.1016; ῥ. πυρός rush of fire, Il.21.12; ἀνδρός 8.355; ἀθανάτων Hes.Th.681, 849; κεραυνῶν, χαλάζης, Opp.H.3.21, Q.S.14.77; ὑπὸ ῥιπῇς Ἀφροδίτης, of love, Opp.H.4.141; νυχιᾶν (ἐννυχιᾶν Lachm.) ἀπὸ ῥιπᾶν from the night storms, i.e. from the North, the land of darkness and storms, S.OC1248 (lyr., but Sch. understands Ῥιπᾶν, v. Ῥῖπαι).    2 πτερύγων ῥιπαί flapping of wings, A.Pr.126 (anap.), cf. E.Fr.594.4; buzz of a gnat's wing, A.Ag.893; of the lyre's quivering notes, Pi.P.1.10.    3 quivering, twinkling light, ῥιπαὶ ἄστρων S.El.106 (anap.).    b of any rapid movement, ῥ. ποδῶν E.IT885 (lyr.); ῥ. ὠκυάλῳ, of a dolphin, Opp.H.2.535; of a bird's wing, οὐδὲ τινάσσει ῥιπήν A.R.2.935; ἐν ῥ. ὀφθαλμοῦ the twinkling of an eye, 1 Ep.Cor. 15.52.    4 a strong smell, ῥ. οἴνου Pi.Fr.166.

German (Pape)

[Seite 844] ἡ, der Wurf, Schwung, die Wucht, Kraft, mit der ein Gegenstand geworfen wird, auch die Kraft des geworfenen Gegenstandes selbst, sein Schwung; αἰγανέης, λᾶος, Il. 16, 589. 12, 462 Od. 8, 192, Steinwurf, wie πετρίναις ῥιπαῖσιν ἐκπνεύσαντες, Eur. Hel. 1133; Βορέαο, der gewaltsame Andrang des Nordwindes, Il. 15, 171. 19, 358; u. so ῥιπαὶ ἀνέμων, Soph. Ant. 137, so auch wohl O. C. 1250 zu erklären; Pind. P. 9, 48 u. sp. D., auch ῥιπή allein, der Sturm; πυρός, die Gewalt des Feuers, mit der es auflodert, Il. 21, 12; ἀνδρός, der stürmische Andrang des Mannes, 8, 355; auch von geistiger Gewalt, ἀθανάτων, Hes. Th. 681, Pind. nur im plur., βελέων N. 1, 68, κυμάτων ἀνέμων τε, Wogen- u. Sturmesdrang, P. 4, 195, auch οἴνο υ' trg. 147; sp. D.; von Geschossen, ὀϊστῶν, Ap. Rh. 4, 851; Opp. Hal. 2, 505; vom Donner, 3, 21; vom Hagel, Qu. Sm. 14, 77; ὠκύαλος, das schnelle Springen, Opp. Hal. 2, 535; von der Brunst, ὑπὸ ῥιπ ῇς Ἀφροδίτης, ib. 4, 141; – ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς, mit schnellem Flügelschlage, Aesch. Prom. 126, vgl. Ag. 867, wo es von dem summenden Hin- u. Herfliegen der Mücken heißt λεπταῖς ὑπ αὶκώνωπ ος ἐξηγειρόμην ῥιπαῖσι θωΰσσοντος. übertr., der Antrieb. τοιάδ' ἐπ' ἐμ οὶ ῥιπὴ Διόθεv τεύχουσα φόβον στείχει, Prom. 1091; ποδῶν, Eur. I. T. 885. – Auch vom Eindrucke der schnellen Bewegung auf das Gesicht, bes. von glänzenden Gegenständen, Flimmern, Funkeln, παμφεγγεῖς ἄστρων ῥιπαί, Soph. El. 106.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑπή: ἡ, (ῥίπτω) ποιητ. ὄνομα, ῥύμη, φορά, ὁρμὴ μεθ’ ἧς φέρεται πρᾶγμά τι ῥιπτόμενον, Λατ. impetus, ὅσση δ’ αἰγανέης ῥιπὴ ταναοῖο τέκυκται, «ὅση δὲ ἀκοντίου ὁρμὴ ἐπιμήκους γίνεται» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Π. 589· λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς Μ. 462, Ὀδ. Θ. 192· οὕτω πέτριναι ῥ. Εὐρ. Ἑλ. 1123· βελέων ῥ. Πινδ. Ν. 1. 102· ὑπὸ ῥιπῆς… Βορέαο Ἰλ. Ο. 171, Τ. 358· ῥιπαὶ κυμάτων ἀνέμων τε Πινδ. Π. 4. 346, πρβλ. Ἀποσπ. 58. 6· ῥ. ἀνέμων ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 84· ῥιπαὶ ἐχθίστων ἀνέμων Σοφ. Ἀντ. 137 (ἔνθα κεῖται μεταφορικῶς ἐπὶ τῆς μανιώδους παραφορᾶς τοῦ Καπανέως, 929)· οὕτω καί, ῥιπὴ Διόθεν τεύχουσα φόβον, καταιγίς, Αἰσχύλ. Πρ. 1089, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1016· -ἐν τῷ αἳ δ’ ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν’, αἳ δ’ ἐννυχιᾶν (κατὰ Lachm.) ἀπὸ ῥιπᾶν (Σοφ. Ο. Κ. 1248), τὸ ἐνν. ἀπὸ ῥιπᾶν πιθανῶς σημαίνει ἀπὸ τοῦ μέρους τῶν νυκτερινῶν καταιγίδων δηλ. ἀπὸ Βορρᾶ ὅπου ὑπάρχει ὁ τόπος τοῦ σκότους καὶ τοῦ γνόφου· (ὁ Σχόλ. ἀνεγίνωσκε Ῥιπᾶν, δηλ. τῶν Ριπαίων ὀρέων· πρβλ. Ῥίπας ὄρος Ἀλκμὰν 42· ὑπ’ αὐτὴν δὲ τὴν ἄρκτον ὑπέρ τῆς ἐσχάτης Σκυθίας αἱ καλούμεναι Ῥῖπαι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 19, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· -ῥ. πυρὸς, ἡ ὁρμὴ τοῦ πυρός, Ἰλ. Φ. 12· ῥ. ἀνδρὸς Θ. 355· ἀθανάτων Ἡσ. Θ. 681, 849· κεραυνῶν, χαλάζης, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 141· - οὕτω, 2) ῥ. πτερύγων, κίνησις τῶν πτερύγων, Αἰσχύλ. Πρ. 126· ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ κώνωπος, ἐν δ’ ὀνείρασιν λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῖσι θωΰσσοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 893· ἐπὶ τῶν παλλομένων φθόγγων τῆς λύρας, Πινδ. Π. 1. 18· - ἔπειτα 3) ἐπὶ τοῦ ὑποτρέμοντος φωτὸς τῶν ἀστέρων, ῥιπαὶ ἄστρων Σοφ. Ἠλ. 106· καὶ ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, ῥ. ποδῶν Εὐρ. Ι. Τ. 885· ῥ. ὠκυάλῳ, ἐπὶ δελφῖνος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 535· ἐν ῥ. ὀφθαλμοῦ, ὡς καὶ νῦν, ἐν μιᾷ στιγμῇ, Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορινθ. ιέ, 52, Ἐκκλ.· - ἐν τέλ. 4) ἐπὶ ἰσχυρᾶς ὀσμῆς, ῥ. οἴνου Πινδ. Ἀποσπ. 147. - Πρβλ. βολή, ὁρμή, ῥύμη, φορά. ΙΙ. ἡ πτέρυξ ὡς ὄργανον ταχείας κινήσεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 935.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de jeter, de lancer : ποδῶν EUR action de lancer le pied en avant, marche;
2 force d’impulsion (d’une javeline, d’une pierre, etc.) ; Βορέαο IL souffle impétueux de Borée ; πυρός IL jet de feu ; ἀνδρός IL course impétueuse d’un guerrier ; ἄστρων SOPH rayonnement des astres.
Étymologie: ῥίπτω.

English (Strong)

from ῥίπτω; a jerk (of the eye, i.e. (by analogy) an instant): twinkling.

Greek Monolingual

η / ῥιπή, ΝΜΑ
φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» — ακαριαία, σε μια στιγμή
νεοελλ.
1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση της σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση της σκανδάλης («βολή κατά ριπάς»)
2. ομαδική βολή πυροβόλων όπλων («ριπή πυροβολαρχίας»)
3. πνοή ανέμου («ριπές θαλάσσιας αύρας»)
4. (μετεωρ.) φρ. «ριπή ανέμου» — αιφνίδιος, σφοδρός, μικρής διάρκειας άνεμος, που δείχνει απότομη, σχεδόν στιγμιαία, αύξηση της βαρομετρικής πίεσης
αρχ.
1. ορμή, φορά, δύναμη με την οποία φέρεται ένα πράγμα που πέφτει ή εξακοντίζεται (α. «ῥιπὴ Διόθεν τεύχουσα φόβον», Αισχύλ.
β. «βελέων ῥιπή», Πίνδ.
γ. «ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ τέτυκται», Ομ. Ιλ.)
2. γρήγορη κίνηση και ο ήχος που παράγεται από αυτήν (α. «πτερύγων ῥιπαῑς ὑποσυρίζει», Αισχύλ.
β. «ποδῶν ῥιπᾷ», Ευρ.)
3. ισχυρή, έντονη οσμήῥιπή οἴνου», Πίνδ.)
4. φρ. «ῥιπὴ Ἀφροδίτης» — η ορμή του έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥιπ- του ῥίπτω + κατάλ. -ή].