σαθρός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(SL_2) |
(36) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[σαθρός]] <br /> <b>1</b> [[unwholesome]] ([[πάρφασις]]) ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, [[τῶν]] δ' ἀφάντων [[κῦδος]] ἀντείνει ςᾰθρόν (N. 8.34) | |sltr=[[σαθρός]] <br /> <b>1</b> [[unwholesome]] ([[πάρφασις]]) ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, [[τῶν]] δ' ἀφάντων [[κῦδος]] ἀντείνει ςᾰθρόν (N. 8.34) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σαθρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει [[αντοχή]], [[επισφαλής]], [[ετοιμόρροπος]] («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει στερεή [[βάση]], αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό [[επιχείρημα]]» β. «σαθροὶ λόγοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέρος]] του σώματος που νοσεί ή που βρίσκεται σε κακή [[κατάσταση]]) ο μη [[υγιής]] («τὰ σαθρὰ ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νοσηρός]] («[[πρίν]] τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι» — [[προτού]] κάποια νοσηρή [[σκέψη]] επέλθει σε αυτούς, [[δηλαδή]] [[πριν]] να γίνουν προδότες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει ικανότητες, [[ανίκανος]]<br /><b>4.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει ρωγμές, ραγισμένος<br /><b>5.</b> [[φθαρτός]], [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]] («τῶν δ' ἀφάντων κῡδος ἀντείνει σαθρόν», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σαθρώς</i> / <i>σαθρῶς</i> ΝΜΑ<br />σε επισφαλή, σε ετοιμόρροπη [[κατάσταση]] («σαθρῶς ἱδρυμένος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις του επιθ. [[σαθρός]] με τις λ. [[ψαθυρός]] «εύθραστος», [[σαπρός]] ή [[σήθω]] «[[κοσκινίζω]], [[φιλτράρω]]» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A unsound, σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Hp.Vict.1.15; of diseased or unsound parts of the frame, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται ibid.; γάλλοι καὶ σ. impotent, PGnom.244 (ii A.D.). 2 of a vessel, cracked, opp. ὑγιής, εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Pl.Phlb.55c; εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται Id.Tht.179d; ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σ. Id.Grg.493e; πίθοι σαθροί prob. in IG12.326.7; [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Arist.Aud.804a32: metaph., ἡ κολακεία σαθρὸν ὑπηχεῖ Plu.2.64e. 3 metaph., σ. κῦδος unsound fame, Pi. N.8.34; πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι before any unsound thought comes into their heads, i.e. before they prove traitors, Hdt.6.109; σ. λόγοι E.Hec.1190, Rh.639; τί τοῦτ' αἴνιγμα σημαίνεις σ.; Id.Supp.1064; τοῦτ' ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν Id.Ba.487; σ. μετάβασις Pl.Lg.736e; σ. ἐστι . . πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον D.18.227; εὕροιμ' ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Pl.Euthphr.5c; εὑρήσει τὰ σαθρὰ τῶν ἐκείνου πραγμάτων ὁ πόλεμος D.4.44; τὰ σ. τῆς τυραννίδος Plu.Dio 23. Adv., σαθρῶς ἱδρυμένος built on unsound foundations, Arist.EN1100b7.
German (Pape)
[Seite 857] wie σαπρός, angefault, verdorben, morsch, daher übh. schwach, hinfällig, schadhaft; κῦδος, vera gänglicher Ruhm, Pind. N. 8, 34; αἴνιγμα, Eur. Suppl. 1064; λόγοι, Hec. 1190; τοῦτ' εἰς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν, Bacch. 487; σαθρόν τίμοι ἐγγίγνεται, mir kommt ein schwächlicher, zaghafter Gedanke in den Sinn, Her. 6, 109; εὕροιμ' ἄν, ὅπῃ σαθρός ἐστι, wo es ihm fehlt, Plat. Euthyphr. 5 c; εἴτε ὑγιές, εἴτε σαθρὸν φθέγγεται, Theaet. 179 d, wie εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν, Phil. 55 c, zu erklären aus dem Anschlagen an einen Topf, um aus dem Klange zu entnehmen, ob er geborsten ist; dah. τὰ ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά, Gorg. 493 e; Dem. 2, 21 verbindet κἂν ῥῆγμα κἂν στρέμμα κἂν ἄλλο τι τῶν ὑπαρχόντων σαθρὸν ᾖ; 18, 227 σαθρόν ἐστι φύσει πᾶν, ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον.
Greek (Liddell-Scott)
σαθρός: -ά, -όν, σεσηπώς, ἐφθαρμένος, νοσηρός, ἐπισφαλής, σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Ἱππ. 345, 37· ἐπὶ νοσούντων ἢ οὐχὶ ἐν καλῇ καταστάσει μερῶν τοῦ σώματος, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται αὐτόθι 42· εὕροιμ’ ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Πλάτ. Εὐθύφρων 5Β· εὑρήσει τὰ σαθρὰ αὐτοῦ (δηλ. Φιλίππου) ὁ πόλεμος Δημ. 52 ἐν τέλ., πρβλ. 24, 5., 155· τὰ σ. τῆς τυραννίδος Πλουτ. Δίων 23. - Ἐπίρρ., σαθρῶς ἱδρυμένος, ᾠκοδομημένος ἐπὶ οὐχὶ στερεοῦ θεμελίου, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 8. 2) ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ἀποδίδει τεθραυσμένον σκεῦος κρουόμενον, ἀντίθετον τῷ ὑγιής, εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Πλάτ. Φίληβ. 55C· εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179D· ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 493Ε· [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 66· ἡ κολακεία σαθρὸν ὑπηχεῖ Πλούτ. 2. 64D.
3) μεταφορ., σ. κῦδος, σαθρά, οὐχὶ ὑγιὴς δόξα, φήμη, Πινδ. Ν. 8, 59· πρίν τι καὶ σαθρὸν ἐγγίγνεσθαί σφι, πρὶν ἢ νοσηρά τις σκέψις ἐπέλθῃ εἰς αὐτούς, δηλ. πρὶν ἢ γίνωσι προδόται, Ἡρόδ. 6. 109· σ. λόγοι Ρῆσ. 639· τί τοῦτ’ αἴνιγμα σημαίνεις σαθρόν; ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1064· τοῦτ’ ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρὸν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 487· σ. μετάβασις Πλάτ. Νόμ. 736Ε, πρβλ. Φίληβ. 55C· σαθρόν ἐστι ... πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον Δημ. 303. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.; «σαθρά· ἀσθενῆ, κεκλασμένα». (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως ἄγνωστος).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
avarié, abîmé, d’où
1 pourri, qui tombe en pourriture;
2 en parl. de vases fêlé ; fig. σαθρὸν ὑπηχεῖν PLUT sonner faux;
3 fig. de mauvaise qualité, de mauvais aloi, mauvais.
Étymologie: R. Σαθ, être troué ; v. σήθω.
English (Slater)
σαθρός
1 unwholesome (πάρφασις) ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει ςᾰθρόν (N. 8.34)
Greek Monolingual
-ή, -ό / σαθρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.)
2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β. «σαθροὶ λόγοι», Ευρ.)
αρχ.
1. (για μέρος του σώματος που νοσεί ή που βρίσκεται σε κακή κατάσταση) ο μη υγιής («τὰ σαθρὰ ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται», Ιπποκρ.)
2. μτφ. νοσηρός («πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι» — προτού κάποια νοσηρή σκέψη επέλθει σε αυτούς, δηλαδή πριν να γίνουν προδότες, Ηρόδ.)
3. αυτός που δεν έχει ικανότητες, ανίκανος
4. (για αγγείο) αυτός που έχει ρωγμές, ραγισμένος
5. φθαρτός, πρόσκαιρος, παροδικός («τῶν δ' ἀφάντων κῡδος ἀντείνει σαθρόν», Πίνδ.).
επίρρ...
σαθρώς / σαθρῶς ΝΜΑ
σε επισφαλή, σε ετοιμόρροπη κατάσταση («σαθρῶς ἱδρυμένος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις του επιθ. σαθρός με τις λ. ψαθυρός «εύθραστος», σαπρός ή σήθω «κοσκινίζω, φιλτράρω» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].